Ο Αλέξανδρος Καμπουράκης είναι ένας νέος μουσικός, ο οποίος έχει όλα τα προσόντα για να γίνει ένας από τους καλύτερους ακορντεονίστες της γενιάς του – και όχι μόνο-. Γεννήθηκε πριν από 27 χρόνια, αλλά το μεράκι του και η αγάπη του για την ελληνική μουσική, μπορούν κάλλιστα να θεωρηθούν ότι προηγούνται της βιολογικής του ηλικίας, μια και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τους συνεργάτες του, αλλά και γενικότερα την ίδια του τη δουλειά, ανήκει σε μια άλλη εποχή. Σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες έβαζαν πάνω από όλους και από όλα την ίδια τη μουσική. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας κυκλοφόρησε η πρώτη του δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Στα φώτα της νύχτας» που περιέχει δικά του ορχηστρικά κομμάτια. Αυτή ήταν και η αφορμή για τη συνάντησή μας εν μέσω καλοκαιρινών διακοπών στο νησί της Σκύρου. Είναι πραγματικά ελπιδοφόρο το γεγονός ότι, μέσα σε αυτό το δύσκολο για όλους έτος, υπάρχουν καλλιτέχνες που παλεύουν ενεργά για το καλύτερο. Και ο Αλέξανδρος Καμπουράκης ανήκει σε αυτούς.
Ας υποθέσουμε ότι σήμερα γνωριζόμαστε για πρώτη φορά. Πες μου λίγα λόγια για σένα.
Είμαι ο Αλέξανδρος Καμπουράκης και είμαι μουσικός. Πιο συγκεκριμένα, είμαι ακορντεονίστας που πρόσφατα κυκλοφόρησα την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά με τίτλο «Στα φώτα της νύχτας» που περιέχει δικές μου ενορχηστρωτικές συνθέσεις, βασισμένες στη λαϊκή, δημοτική και βαλκανική μουσική παράδοση. Όλα, δηλαδή, τα είδη της μουσικής που μελετώ και αγαπώ από μικρό παιδί.
Και πώς έφτασες στο σημείο που είσαι αυτή τη στιγμή;
Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1993. Ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα το ακορντεόν βλέποντας σε ένα ημερολόγιο της UNICEF μια φωτογραφία με ένα παιδάκι. Σκίζω τη φωτογραφία, την κρατάω σφιχτά μέχρι που λιώνει και μετά ακούω τον ήχο του οργάνου και εκστασιάζομαι. Μεγάλωσα σε ένα πάρα πολύ φιλόμουσο περιβάλλον, με γονείς που με στήριξαν σε κάθε μου βήμα. Οι δικοί μου άκουγαν συνέχεια μουσική κάθε είδους, αλλά περισσότερο ελληνική μουσική. Ο πατέρας μου, βλέποντας την αγάπη που είχα για το ακορντεόν, μου έφερνε συνεχώς δίσκους και στη συνέχεια, μου έφερε η μητέρα μου ένα ακορντεόν αγορασμένο από τη λαϊκή αγορά για να δει τί θα κάνω. Από εκείνη τη στιγμή, ήταν σαν να μου χάρισε έναν ολόκληρο κόσμο. Είχα «ευαγγέλιο» τους δίσκους του Λάζαρου Κουλαξίζη, τον οποίο έτυχε να γνωρίσω όταν ήμουν 15 χρονών και αναπτύξαμε μια βαθύτατα καρδιακή σχέση μέντορα με μαθητή. Ο άλλος μεγάλος μου δάσκαλος και φάρος στη ζωή μου ήταν ο Ανδρέας Τσεκούρας.
Σε ποια ηλικία έπιασες στα χέρια σου το αγορασμένο από τη λαϊκή αγορά ακορντεόν;
Πρέπει να ήμουν τεσσάρων ή πέντε ετών. Από τότε, λοιπόν, ξεκίνησα ως αυτοδίδακτος, με μια δική μου και ανορθόδοξη σε αρκετά σημεία τεχνική. Αυτό μου έκανε πολύ καλό, γιατί ανδρώθηκα πολύ περισσότερο. Αφού πέρασαν τα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων πάλευα με χίλιους τρόπους να βγάλω ό,τι μελωδία μου άρεσε, όποιο τραγούδι με συγκινούσε και να κάνω και τεχνικές ασκήσεις επειδή μου το πρόσταζε το είναι μου, με πήγαν οι γονείς μου σε δάσκαλο. Πρέπει να πήγαινα Γ’ Δημοτικού. Ο δάσκαλος μου έκανε κλασικό, τεχνικές, κλίμακες, δακτυλοθεσία, διάβασμα παρτιτούρας. Με έκανε, δηλαδή, να ασχοληθώ πιο σοβαρά, μπαίνοντας σε ένα καλούπι. Βέβαια, πάντα εγώ συγκινούμουν με την λαϊκή μουσική και με εκείνον κάναμε ωραίες «μάχες», γιατί επέμενε να είμαι προς το πιο κλασικό και τυπικό, αλλά εγώ ήθελα να είμαι προς το μέρος της παράδοσης και της λαϊκότητας. Βρήκαμε μια μέση γραμμή και πορευτήκαμε. Εμένα μου άρεσε περισσότερο να ακούω με το αφτί και να παίζω με την ψυχή μου από το να βλέπω κάποιες στείρες νότες. Μετά πήγα στο Μουσικό Σχολείο Παλλήνης, όπου εκεί βίωσα τρομερές εμπειρίες. Οι δάσκαλοι ήταν απίστευτοι και μου έδωσαν τεράστιο βήμα από την πρώτη κιόλας τάξη. Με έβαλαν να παίξω εξ αρχής επαγγελματικά, μου έδωσαν άπειρα πράγματα και τους ευγνωμονώ βαθύτατα γι’ αυτό.
Ποια ήταν η πρώτη σου επαγγελματική συνεργασία;
Ήταν πριν από πέντε χρόνια με τον Βαγγέλη Κορακάκη, τον οποίο είχα από παιδί σε μεγάλη εκτίμηση, γιατί άκουγα στο σπίτι τους δίσκου του, με αποτέλεσμα να έχει γίνει ένα κομμάτι του εαυτού μου από πάρα πολύ νωρίς. Ο γιος του ο Βασίλης ήρθε μαζί με τον ακορντεονίστα που είχε τότε ο Βαγγέλης, τον Τάσο Αθανασιά στο Χαμάμ, σε μια παράσταση που κάναμε μαζί με κάποιους φίλους και στην οποία παίζαμε τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου. Εκεί με άκουσαν, γνωριστήκαμε, ήταν παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά και όταν ο Τάσος έφυγε από τον Βαγγέλη, μου έκαναν εμένα την πρόταση και πήγα. Μάλιστα, η πρώτη φορά ήταν στο Αίγιο, σε μια καλοκαιρινή συναυλία που πήγα χωρίς πρόβα. Συστηθήκαμε, κάναμε ήχο και παίξαμε. Αργότερα παίξαμε ολόκληρη σεζόν μαζί κι αυτό μου έκανε καλό, γιατί μπήκα κατευθείαν στα βαθιά. Μου έδωσε βήμα, μου έδωσε θάρρος, με γέμισε ενέργεια και τον έχω σαν την πιο όμορφη και γλυκιά ανάμνηση.
Μετά τις μουσικές συναντήσεις με τον Βαγγέλη Κορακάκη, τί ακολούθησε;
Μετά ακολούθησε μια σπουδαία συνεργασία με τον Γεράσιμο Ανδρεάτο. Συνεργαστήκαμε σταθερά σε μαγαζιά, συναυλίες, στούντιο, τηλεοπτικές εκπομπές. Τον νιώθω φίλο μου, τον εκτιμώ και τον αγαπώ πάρα πολύ. Είναι ένας άνθρωπος ήρεμος που ζει γι’ αυτό που κάνει. Σε αυτό το σημείο θέλω να σου πω, όμως, ότι η πραγματικά πρώτη μου επίσημη δουλειά μετά το σχολείο ήταν με τον Λάκη Χαλκιά και τη Μαρία Σουλτάτου το 2011 σε μια συναυλία στον Ασπρόπυργο με την δημοτική ορχήστρα «Θρία». Με προσκάλεσε να παίξω μαζί τους ο καθηγητής μου, ο Χρυσόστομος Μητροπάνος. Ακολούθησαν οι συνεργασίες με τον Γιώργο Τζώρτζη, τον Πέτρο Βαγιόπουλο, με τον Γιώργο Νταλάρα το 2016 σε μια συναυλία αφιέρωμα στον Σταύρο Κουγιουμτζή. Μια μεγάλη συνεργασία σταθμός στη μουσική μου πορεία ήταν η γνωριμία μου με τον Γρηγόρη Βασίλα το 2013 που ιδρύσαμε το συγκρότημα «Πυρήνας». Είναι απίστευτο αυτό που κάναμε όλα αυτά τα χρόνια μαζί. Με έμαθε να λειτουργώ σε σύνολο, σε ομάδα. Του χρωστάω πάρα πολλά και τον ευγνωμονώ βαθύτατα. Κάναμε τρεις δίσκους μαζί, δύο για τον «Πυρήνα» και άλλον ένα για τον συνθέτη Ηλία Γκίζα, ενώ κάναμε πολλά ταξίδια σε Ελλάδα και εξωτερικό, σε μεγάλα φεστιβάλ. Κάπως έτσι βρέθηκα και στη μουσική σκηνή «Ρίζες» με τη σπουδαία ερμηνεύτρια Ηρώ Σαΐα. Επίσης, αλησμόνητη θα μου μείνει η συνεργασία μου με τον Στέλιο Βαμβακάρη που συνέβη τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του. Αρχικά βρεθήκαμε στο Ραδιομέγαρο της ΕΡΤ σε ένα αφιέρωμα που είχε γίνει για την οικογένεια Βαμβακάρη, έπειτα μετά από κάποιους μήνες συνεργαστήκαμε σε συναυλίες αφιερωμένες στους Βαμβακάρη και Μπιθικώτση. Ο Στέλιος ήταν από τους ανθρώπους που δεν πρόκειται να ξαναβγούν σε όλα τα επίπεδα. Ήταν μια υπέροχη προσωπικότητα. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στον Νίκο Τατασόπουλο που έχουμε συνεργαστεί σε πολλά και διαφορετικά πράγματα.
Μίλησέ μου για τη γνωριμία σου με τον Γιάννη Τζουανόπουλο.
Μέσω του εξαιρετικού μουσικού Γιάννη Σταματογιάννη γνωρίστηκα με τον σπουδαίο Γιάννη Τζουανόπουλο, τον οποίο ήξερα ανέκαθεν από τις παραστάσεις που έκανε για τον απόδημο ελληνισμό στην Ολυμπία, από το Δεύτερο Πρόγραμμα και τη Φωνή της Ελλάδος. Γνωριστήκαμε, λοιπόν, με αφορμή μια εκδήλωση που δεν μπόρεσα να πάω, αλλά κρατήσαμε επαφή και του είπα ότι σε οτιδήποτε με χρειαστεί στο μέλλον, θα είμαι εκεί. Αυτό ήταν η παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Βίρβου που έγινε στον «Παρνασσό» τον Δεκέμβριο του 2019. Η βραδιά ήταν επιτυχώς και μαεστρικά διοργανωμένη από τον Γιάννη Τζουανόπουλο. Κρατήσαμε μια πολύ εγκάρδια και ουσιαστική επαφή. Μου έκανε την τιμή να κάνουμε παρουσίαση του δικού μου δίσκου στο Δεύτερο Πρόγραμμα και μάλιστα, την παγκόσμια ημέρα της μουσικής, μαζί με τον εξαιρετικό τραγουδιστή της νέας γενιάς, τον Αλέξανδρο Τσαπράζη. Ο Γιάννης έχει ζήσει τους πάντες και τα πάντα από πρώτο χέρι, προωθεί τον ελληνικό πολιτισμό στα πέρατα του κόσμου, στηρίζει τα νέα παιδιά με τον καλύτερο τρόπο. Είμαστε όλοι ευγνώμονες για το έργο του.
Πλέον συνεργάζεσαι με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Μίλησέ μου για αυτήν τη συνεργασία.
Νομίζω ότι τα λόγια είναι φτωχά. Ο Σταμάτης Κραουνάκης είναι μια τρομερή προσωπικότητα σε όλα τα επίπεδα. Πληθωρικός, πολύ σπουδαίος, ένας άνθρωπος φωτισμένος, πάρα πολύ σοβαρός, με σημαντικές απόψεις. Δίνει βήμα σε νέα παιδιά, δίνει όλη του την ψυχή σε αυτό που κάνει. Η συνεργασία μου με τον Σταμάτη είναι μια πολύ σπουδαία εμπειρία από την άποψη ότι, συζητώντας και μόνο μαζί του, σου ανοίγουν οι ορίζοντες. Τον αγαπώ πάρα πολύ. Είναι τίμιος σε τρομερό βαθμό κι αυτό τον κάνει να ξεχωρίζει από πάρα πολλούς.
Ως μουσικός, πώς βλέπεις την κατάσταση που συμβαίνει στον καλλιτεχνικό χώρο τους τελευταίους έξι μήνες;
Δεν ξέρω τί να πρωτοπώ. Είμαι πάρα πολύ στεναχωρημένος. Θεωρώ ότι είναι τόσα πολλά εκείνα που είναι σε γάγγραινα και ο κορονοϊός είναι ένα σημείο που απλά βρήκαν και πιάστηκαν. Ζούμε μια απόλυτη παρακμή σε πάρα πολλούς τομείς εδώ και χρόνια, τα τελευταία εκ των οποίων φεύγει το πρόχειρο κάλυμμα που είχαν όλα τα πράγματα. Τώρα πέφτουν οι μάσκες και ξεχωρίζει η ήρα από το σιτάρι. Η δουλειά μας είχε αρχίσει να παραγκωνίζεται χρόνια πριν, αλλά δεν ήταν τόσο αισθητά έντονη αυτή η κατάσταση. Πλέον είμαστε σε ένα σημείο που νιώθουμε διάφορα, τα σκεφτόμαστε, ξέρουμε πάνω κάτω τί συμβαίνει, αλλά μπορούμε να αντιδράσουμε μέχρι ενός επιτρεπτού και ανθρώπινου ορίου. Ελπίζουμε και θέλουμε να είμαστε αισιόδοξοι, σκεπτόμενοι πως κάποτε θα βελτιωθούν τα πράγματα. Είμαστε τόσο ταγμένοι στη μουσική που δε θέλουμε να ασχοληθούμε με κάτι άλλο. Ο πολιτισμός είναι πάρα πολύ πίσω σε όλες τις φάσεις της ανθρώπινης ζωής. Χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα από την οικογένεια και το σύστημα με λάθος τρόπο, σαν κάτι που είναι άξιο χλευασμού και ειρωνείας, χωρίς λόγο ύπαρξης. Κανένας δεν έχει ουσιαστική επαφή με την τέχνη και τον πολιτισμό. Θεωρώ ότι και πολύ αργήσαμε να έρθουμε στο σημείο που είμαστε σήμερα. Είμαι απόλυτα αποφασισμένος ότι θα πάμε και σε χειρότερο επίπεδο και ότι θα τραβήξουμε τα πάνδεινα. Κρούω από την πλευρά μου έναν τεράστιο συναγερμό, προσπαθώ σαν ατομική μονάδα να δώσω όλη μου τη ζωή και όλη μου την ψυχή με όποιον τρόπο μπορώ σε αυτό που πιστεύω και που νιώθω. Θεωρώ ότι πρέπει να δοθεί βήμα σε όλους εκείνους που είναι προβληματισμένοι και που έχουν ένα άδολο μεράκι για αυτόν τον τόπο. Βλέπουμε ανθρώπους που είναι βαθύτατα προβληματικοί και που εικονικά προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους. Δυστυχώς, δεν είναι έτσι. Ας στρίψουν το τιμόνι και ας κάνουν στροφή 180 μοιρών. Θα είναι σκληρό και βαρύ το τίμημα, αλλά μόνο έτσι θα αντέξουμε και θα δούμε φως στο τούνελ.
Εσύ ως Αλέξανδρος αποδεικνύεται περίτρανα ότι ελπίζεις, μια και μέσα στην καραντίνα κυκλοφόρησες τον πρώτο σου δίσκο όπως ανέφερες στην αρχή. Πες μου πώς προέκυψε αυτό το βήμα;
Σκέψου ότι, όταν βγήκε το cd, δεν μπορούσα καν να πάω να το πάρω. Πήγε ο παραγωγός, με ειδικό δελτίο για να πάρει τα τιμολόγια. Να σου πω ότι ο μεγαλύτερος βαθμός αυτού του δίσκου γράφτηκε στη Σκύρο πριν από τρία – τέσσερα χρόνια. Από τη Σκύρο κατάγεται η μητέρα μου και είναι ένας τόπος – σταθμός για τη ζωή μου που πάντοτε με εμπνέει ποικιλοτρόπως. Κάπως έτσι, κάποιες καλοκαιρινές νύχτες που ήμουν τελείως μόνος μου στο νησί, ένιωθα ότι κάτι θέλω να βγάλω από μέσα μου. Ό,τι σκεφτόμουν, το κατέγραφα στο κινητό μου, χωρίς να γνωρίζω το επόμενο βήμα. Μέσα σε μία εβδομάδα είχα γράψει ένα πάρα πολύ ευρύ φάσμα, το οποίο το άφησα στην άκρη. Ωστόσο, έπαιζα τα κομμάτια σε κάποιους ανθρώπους που εκτιμούσα και αγαπούσα, χωρίς να λέω ότι είναι δικά μου για να δω αδέκαστες αντιδράσεις, οι οποίες ήταν θετικές. Οι δουλειές και οι υποχρεώσεις έτρεχαν κι εγώ τα είχα αφήσει στο πίσω μέρος του μυαλού μου. Κάποια στιγμή, οι ίδιοι άνθρωποι που τα είχαν ακούσει, μου πρότειναν να τα ηχογραφήσουμε. Εγώ το ανέβαλλα, ώσπου ενάμισι χρόνο πριν τους κάλεσα για να προχωρήσουμε και είπαν όλοι ναι. Κάναμε πέντε δυνατές πρόβες αλά παλαιά, ενορχηστρώνοντας ταυτόχρονα όλοι μαζί τα κομμάτια. Εμείς, μαζί με τον εξαίρετο ηχολήπτη μας τον Γιώργο Καρυώτη, πήγαμε στο studio Sierra και ηχογραφήσαμε στις 19 και 20 Δεκεμβρίου 2019, σαν να ήμασταν σε γλέντι, μια κι έξω. Αυτός ο δίσκος είναι ένα αποτύπωμα ψυχής μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου που, μέσα στη μοναχικότητά μου και πάντοτε νύχτα, κατέγραφα μουσικά όσα αισθανόμουν, ποθούσα και αγαπούσα, αφήνοντας την καρδιά μου να πάρει πορεία γι αυτά. Ο συγκεκριμένος τίτλος μπήκε γιατί κάνει μια αντίθεση. Δείχνει ότι τη νύχτα, στο σκοτάδι, υπάρχει ένα φως που ανάβει στην ψυχή, η φλόγα του οποίου σε κρατάει ζωντανό και δημιουργικό.
Τί μουσικά ύφη υπάρχουν στα τραγούδια του cd;
Είναι όπως είπα στην αρχή ορχηστρικά κομμάτια που είναι βασισμένα σε λαϊκή, βαλκανική, μικρασιάτικη, ηπειρωτική και γενικά δημοτική μουσική. Όλα είναι με γνώμονα την ελληνική μουσική σε διάφορα μήκη και πλάτη. Είμαι πολύ περήφανος που ο δίσκος ξεκινάει με αυτοσχεδιασμό από τον Ανδρέα Τσεκούρα, έναν πάρα πολύ σπουδαίο και φωτισμένο δάσκαλο – φάρο για τη ζωή μου, τον οποίο γνώρισα πριν από επτά χρόνια. Του είμαι ευγνώμων για κάθε τι. Τον γνώρισα όταν ήταν επικεφαλής μαέστρος μαζί με τον Χρήστο Τσιαμούλη του Τμήματος Ελληνικής Μουσικής στο Ωδείο Αθηνών, όπου ήμουν μέλος αυτής της ορχήστρας.
Δεν ήθελες να συμμετέχει στον δίσκο κάποιος τραγουδιστής;
Όχι, δεν ήθελα. Δεν έψαξα να βρω στίχους, είχα ακριβώς αυτή τη δομή στο μυαλό μου, ήθελα να μιλάνε τα ίδια τα όργανα, να μην είναι «χαλί» για τη φωνή.
Εάν είχες κάποιους καλούς στίχους και επέλεγες να ερμηνεύσουν κάποιοι τραγουδιστές, ποιοι θα ήταν αυτοί;
Η Ελένη Βιτάλη, η Γλυκερία, η Χάρις Αλεξίου, ο Γιώργος Νταλάρας, η Μαρία Σουλτάτου και από νεότερους η Ηρώ Σαΐα, η Μαρία Φασουλάκη, ο Γιάννης Διονυσίου και άλλοι πολλοί.
Με ποιους εν ζωή συνθέτες θα ήθελες να συνεργαστείς ως μέλος στην ορχήστρα τους;
Σίγουρα με τον Χρήστο Νικολόπουλο, ξανά με τον Βαγγέλη Κορακάκη, με τον Δημήτρη Παπαδημητρίου και τον Στέφανο Κορκολή. Επίσης, θα ήθελα να συνεργαστώ και με τον Σωκράτη Μάλαμα, τον Μίλτο Πασχαλίδη και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Ένα άπιαστο όνειρο θα ήταν μια συνεργασία με τον Σταύρο Ξαρχάκο.
Αν ζούσες στη δεκαετία του ‘60 όπου το λαϊκό τραγούδι ανθούσε, θα ήθελες να κινηθείς στους ίδιους δρόμους όπως κάνεις σήμερα;
Πολύ ωραία ερώτηση. Νομίζω πως ναι. Θα ήμουν τελείως στο στοιχείο μου. Στούντιο, πολλή δισκογραφία, κέντρα, συναυλίες. Η δεκαετία του ‘60 είναι η αγαπημένη μου δεκαετία.
Μίλησες για τη δισκογραφία. Θα ήθελες να παίζεις σε δισκογραφικές δουλειές άλλων καλλιτεχνών;
Μα αυτό είναι το μεγάλο μου μεράκι. Αγαπώ πάρα πολύ τη διαδικασία της ηχογράφησης και θα ήθελα πάρα πολύ να συνδράμω με όλο μου το είναι σε δουλειές ταλαντούχων καλλιτεχνών.
Ποιοι καλλιτέχνες σου έχουν πει πράγματα που δε θα ξεχάσεις ποτέ; Εννοώ, λόγια που τα κρατάς σαν φυλακτό.
Μου έχουν πει πολλά πράγματα που δεν πρόκειται να τα ξεχάσω ποτέ πολλοί και σημαντικοί καλλιτέχνες, ανάμεσα στους οποίους είναι ο Λάζαρος Κουλαξίζης, ο Στέλιος Βαμβακάρης, ο Ανδρέας Τσεκούρας, ο Χρήστος Τσιαμούλης, ο Βαγγέλης Κορακάκης, ο Νίκος Τατασόπουλος, ο Πέτρος Βαγιόπουλος και άλλοι πολλοί.
Τί τίτλο θα έδινες σε αυτή τη συνέντευξη;
To the point.