Ο Κώστας Λειβαδάς είναι ένας από τους πιο
σταθερούς καλλιτέχνες της γενιάς του. Τα βήματά του στα 16 χρόνια που
βρίσκεται στο ελληνικό τραγούδι είτε ως δημιουργός είτε ως ερμηνευτής,
είναι κάτι παραπάνω από συνεπή τόσο από άποψη ύφους όσο και από άποψη
ποιότητας, με αποτέλεσμα να θεωρείται μια ήρεμη δύναμη στον χώρο, η
οποία με την πάροδο των ετών γίνεται όλο και πιο στέρεη. Πριν από λίγο
καιρό κυκλοφόρησε το τελευταίο του cd με τίτλο «Γραμμένο με κόκκινο».
Εκεί περιλαμβάνονται τραγούδια ποίησης, ενώ συμμετέχουν οι Χρόνης
Αηδονίδης, Δήμητρα Γαλάνη, Πάνος Κατσιμίχας, Σταμάτης Κραουνάκης, Γιώτα
Νέγκα, Μίλτος Πασχαλίδης, Ορφέας Περίδης, Γιώργος Ρωμανός, Διονύσης
Σαββόπουλος και Ελένη Τσαλιγοπούλου. Περισσότερα για αυτή τη δουλειά,
εξηγεί ο Κώστας Λειβαδάς στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Ορφέα.
Έχουν
περάσει 16 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε ο πρώτος σας προσωπικός
δίσκος με τίτλο «Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα». Από τότε, μέχρι σήμερα
που κυκλοφόρησε το «Γραμμένο με κόκκινο», πως θα περιγράφατε μέσα σε
λίγες λέξεις την πορεία σας;
Θα χαρακτήριζα την πορεία μου ιδιαιτέρως τεθλασμένη διατηρώντας από κάτω όμως-, στην κυριολεξία αντεργκράουντ τις περισσότερες φορές -την ευθεία γραμμή της, την προσπάθειά της να ενώσει τα τόσο διαφορετικά κομμάτια μου και να θυμάται ξανά την αποστολή της, την αγάπη μου δηλαδή για τη μουσική και το τραγούδι. Για το πώς η τέχνη που εξασκούμε μπορεί να θυμίζει, και να δινει, στη ζωή μας την αξία της.
Θεωρείτε ότι έχετε κάνει λάθη στην καριέρα σας; Αν ναι, θα θέλατε να μπορείτε να τα διορθώσετε ή ό,τι έγινε, έγινε για καλό;
Ε καλά εκ των υστέρων φυσικά υπαρχουν πολλά που μπορεί κανείς να ισχυρισθεί και φυσικά ποιος δεν έχει κάνει πολλά λάθη και μεγάλα λάθη… Ειδικά όταν έχεις ξεκινήσει πολύ νέος. Σου θυμιζω πως η έναρξη της δισκογραφίας μου υπήρξε μία από τις «τρομερές» εξαιρέσεις για τα ελληνικά δεδομένα, στα 21. Σκεπτόμουν πάντα τον εαυτό μου μέλος γκρούπ, βρέθηκα απότομα solo καλλιτέχνης, δεν κατάλαβα τι μπορεί να ζητούσαν οι manager από εμένα και εγώ από εκείνους, η δισκογραφία ήδη κατέρρεε από τα τέλη του ’90, πολλά… Ασφαλώς ως το τέλος οφείλουμε να είμαστε «διορθωτές» του εαυτού μας και επίσης τα περισσότερα, ναι, έγιναν για καλό. Ό,τι ζήσαμε, δεν είναι σχήμα κλειστό, έτσι και αλλιώς.
Είστε «υπεύθυνος» για τη δημιουργία μεγάλων επιτυχιών, όπως τα «Σαν να μην πέρασε μια μέρα» και «Πιάσε με». Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια συγκεκριμένη συνταγή ώστε να γίνει ένα τραγούδι επιτυχία, ακόμα και στην εποχή που ζούμε όπου όλα για τη δισκογραφία είναι παγωμένα;
Μία είναι η συνταγή: το ΄χεις ή δεν το ΄χεις, γεννιέσαι ή το μαθαίνεις, σε «σπρώχνουν» ή όχι, αν το τραγούδι δεν περιέχει αληθινή συγκίνηση και μια αλήθεια που θέλει να συναντηθεί με το κοινό, τότε τίποτε απ΄όλα αυτά δεν έχει προβολή στο μέλλον και άρα μεγάλη και βαθύτερη σημασία ακόμη και ως προς το «εμπορικό» κομμάτι.
Πείτε μου τα ονόματα κάποιων καλλιτεχνών, για τους οποίους θα θέλατε να γράψετε τραγούδια και που δεν έχετε κάνει μέχρι στιγμής. Αν σας έλεγαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να γράψετε ένα τραγούδι για έναν καθαρά λαϊκό τραγουδιστή ή για μία καθαρά λαϊκή τραγουδίστρια, ποιος / ποια θα ήταν και γιατί;
Εδώ δεν έχω πολλά να πω… Πρώτα απ΄όλα γιατί είμαι ο μόνος τραγουδοποιός της γενιάς μου που έγραψα, - δόξα τω Θεώ και τω τραγουδιστή - τόσα πολλά τραγούδια για άλλους τραγουδιστές και αν και δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα τα περισσότερα όνειρά μου σε αυτό το θέμα, τα εκπλήρωσα… Εκτός αν μιλάμε για τον Bruce Springsteen… Δεύτερον, η λίστα των Ελλήνων συναδέλφων είναι ακόμα τόσο μεγάλη που και δύο ν΄αναφέρω δεν θα είναι σωστό για τους υπόλοιπους, και το λέω ειλικρινά. Για το «λαϊκό» που με ρωτάς δεν το καταλαβαίνω… «Λαϊκή» δεν είναι η Τσαλιγοπούλου; Η Νέγκα, ο Λιδάκης, ο Μακεδόνας, ο Σταμάτης Κραουνάκης ή ακόμα και η Ελεωνόρα; Αυτά περί «καθαρού» είναι πολύ μεγάλη συζήτηση.
Ως καλλιτέχνης που επιβιώνει από την τέχνη του, πώς αντιμετωπίζετε τα κοινωνικά – πολιτικά γεγονότα που συμβαίνουν τα τρία τελευταία χρόνια στη χώρα μας;
Η χώρα μας έτσι και αλλιώς δεν ήταν ποτέ μία χώρα που ευνοούσε τη συνθήκη για Τέχνη. Σχεδόν πάντα, για να ζήσει από την τέχνη του ένας καλλιτέχνης θα έπρεπε να είναι ή πολύ πλούσιος απ΄την οικογένειά του ή πολύ τυχερός. Αν και τα περισσότερα που νοιώθω για την τελευταία τριετία έχω προσπαθήσει να τα εκφράσω σε πολλά τραγούδια μέσα στην τελευταία δεκαετία, θα αρκεστώ να πω πως έχουμε μπλέξει πολύ άσχημα και πως, πρώτα απ΄όλα, για να μπούμε ξανά σε έναν ουσιαστικό διάλογο με τον εαυτό μας χρειαζόμαστε να νοιώσουμε την χαμένη μας αξιοπρέπεια πάλι ζωντανή και να αποφασίσουμε ποιος θέλουμε να είναι ο νέος μας εαυτός. Στον βαρύ, μεγάλο ύπνο έρχονται οι χειρότεροι εφιάλτες…
Πείτε μου δυο λόγια για τον ολοκαίνουριό σας δίσκο με τίτλο «Γραμμένο με κόκκινο». Π.χ., πώς προέκυψε ο τίτλος, με ποιο κριτήριο συμμετέχουν όλοι όσοι συμμετέχουν κλπ. Έχετε σκοπό να πραγματοποιήσετε τους επόμενους μήνες κάποιες εμφανίσεις; Αν ναι, πότε και πού;
Ο τιτλος προέκυψε από το ομώνυμο ποίημα του καθηγητή Ανδρέα Παναγόπουλου ο οποίος δυστυχώς δεν είναι πια ανάμεσά μας.΄Ιδρυσε τη Στέγη Ενώσεως Ελλήνων Αιμοδοτών και πως να μην τον έχω στο μυαλό μου τη στιγμή που υπάχει μια αιμορραγούσα πληγή στην καρδιά της πατρίδας και ενώ πάντα σκεπτόμουν η δουλειά αυτή να είναι φόρος τιμής στο αίμα των Ελλήνων ποιητών, αίμα που δε θα ξεχαστεί, που δεν σπαταλήθηκε. Σε ό,τι αφορά τους μεγάλους ήρωες του τραγουδιού μας που με τίμησαν με τη συμμετοχή τους, όλα τα ευχαριστώ είναι λίγα. Απέδειξαν για μία ακόμα φορά πόσο μάγοι και μάστορες είναι και ότι η οικογένεια του Ελληνικού τραγουδιού καλά κρατεί. Μια μεγάλη υπόκλιση.
Υποθέστε ότι σας δίνεται ένα κουτί, το οποίο, όταν βρείτε το συνδυασμό της κλειδαριάς και το ανοίξετε, θα βρείτε μέσα τις τρεις ομορφότερες στιγμές της ζωής σας. Ποιες είναι αυτές;
Πόσο δύσκολο μου είναι ν΄απαντήσω σε αυτό… Πολλές πολλές στιγμές μαζεμένες κάθε μέρα απλές και ανυποψίαστες... Το δώρο μιας τηλεφωνικής συνομιλίας μ΄ένα αγαπημένο πρόσωπο, ένα ξημέρωμα στην Αστυπάλαια, το πρώτο μου ηχογραφημένο τραγούδι. Δεν υπάρχουν τρεις μόνο ομορφότερες στιγμές...
Επιλέξτε εσείς τον τρόπο με τον οποίο θα κλείσει αυτή η συνέντευξη στον Ορφέα...
Απ΄το «Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα» και τα «Παιδιά των δρόμων» ως τα τελευταία «Των φίλων τα σπίτια» (Τσαλιγοπούλου) και «Μετακόμιση τώρα» - «Η επιμονή σου» (Ζουγανέλη / Λειβαδάς – Ζουγανέλη) μια βασική ιδέα και ανάγκη που με απασχόλησε είναι η πίστη σε ένα τραγούδι που μπορεί να παρηγορήσει και κυρίως να ενθαρρύνει, να σε βοηθήσει και να σου υπόσχεται μεσα στα 3’ και 15΄΄ας πούμε, που διαρκεί η ακρόασή του, πως θα βγεις δυνατότερος και φωτεινότερος. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Γραμμένο με κόκκινο» και όλα αυτά τα ποιήματα που νομίζει κανείς, μέσα στο σημερινό δραματικό τοπίο πως ακούγοντάς τα «καθαρίζονται» οι πληγές του… Αυτή την ευεργεσία προσέφερε στη ζωή μου η ποίηση και η μουσική και με την πρόθεση της ενίσχυσης της αγάπης σε αυτές, καιγόμουν να ολοκληρώσω αυτήν την δουλειά. Η ενέργεια να επιστρέψει στη μουσική μας, στην ποίηση και στον πολιτισμό μας, που όταν επιμένεις να τον γνωρίσεις, πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να σου παζαρέψει ή καινα σου κλέψει την αξιοπρέπειά. Ραντεβού λοιπόν στα βιβλιοπωλεία και στα καταστήματα αγοράς μουσικής. Σε αυτά τα τόσο αναγκαία οπλοστάσια.
Θα χαρακτήριζα την πορεία μου ιδιαιτέρως τεθλασμένη διατηρώντας από κάτω όμως-, στην κυριολεξία αντεργκράουντ τις περισσότερες φορές -την ευθεία γραμμή της, την προσπάθειά της να ενώσει τα τόσο διαφορετικά κομμάτια μου και να θυμάται ξανά την αποστολή της, την αγάπη μου δηλαδή για τη μουσική και το τραγούδι. Για το πώς η τέχνη που εξασκούμε μπορεί να θυμίζει, και να δινει, στη ζωή μας την αξία της.
Θεωρείτε ότι έχετε κάνει λάθη στην καριέρα σας; Αν ναι, θα θέλατε να μπορείτε να τα διορθώσετε ή ό,τι έγινε, έγινε για καλό;
Ε καλά εκ των υστέρων φυσικά υπαρχουν πολλά που μπορεί κανείς να ισχυρισθεί και φυσικά ποιος δεν έχει κάνει πολλά λάθη και μεγάλα λάθη… Ειδικά όταν έχεις ξεκινήσει πολύ νέος. Σου θυμιζω πως η έναρξη της δισκογραφίας μου υπήρξε μία από τις «τρομερές» εξαιρέσεις για τα ελληνικά δεδομένα, στα 21. Σκεπτόμουν πάντα τον εαυτό μου μέλος γκρούπ, βρέθηκα απότομα solo καλλιτέχνης, δεν κατάλαβα τι μπορεί να ζητούσαν οι manager από εμένα και εγώ από εκείνους, η δισκογραφία ήδη κατέρρεε από τα τέλη του ’90, πολλά… Ασφαλώς ως το τέλος οφείλουμε να είμαστε «διορθωτές» του εαυτού μας και επίσης τα περισσότερα, ναι, έγιναν για καλό. Ό,τι ζήσαμε, δεν είναι σχήμα κλειστό, έτσι και αλλιώς.
Είστε «υπεύθυνος» για τη δημιουργία μεγάλων επιτυχιών, όπως τα «Σαν να μην πέρασε μια μέρα» και «Πιάσε με». Πιστεύετε ότι υπάρχει κάποια συγκεκριμένη συνταγή ώστε να γίνει ένα τραγούδι επιτυχία, ακόμα και στην εποχή που ζούμε όπου όλα για τη δισκογραφία είναι παγωμένα;
Μία είναι η συνταγή: το ΄χεις ή δεν το ΄χεις, γεννιέσαι ή το μαθαίνεις, σε «σπρώχνουν» ή όχι, αν το τραγούδι δεν περιέχει αληθινή συγκίνηση και μια αλήθεια που θέλει να συναντηθεί με το κοινό, τότε τίποτε απ΄όλα αυτά δεν έχει προβολή στο μέλλον και άρα μεγάλη και βαθύτερη σημασία ακόμη και ως προς το «εμπορικό» κομμάτι.
Πείτε μου τα ονόματα κάποιων καλλιτεχνών, για τους οποίους θα θέλατε να γράψετε τραγούδια και που δεν έχετε κάνει μέχρι στιγμής. Αν σας έλεγαν ότι πρέπει οπωσδήποτε να γράψετε ένα τραγούδι για έναν καθαρά λαϊκό τραγουδιστή ή για μία καθαρά λαϊκή τραγουδίστρια, ποιος / ποια θα ήταν και γιατί;
Εδώ δεν έχω πολλά να πω… Πρώτα απ΄όλα γιατί είμαι ο μόνος τραγουδοποιός της γενιάς μου που έγραψα, - δόξα τω Θεώ και τω τραγουδιστή - τόσα πολλά τραγούδια για άλλους τραγουδιστές και αν και δεν το έχω συνειδητοποιήσει ακόμα τα περισσότερα όνειρά μου σε αυτό το θέμα, τα εκπλήρωσα… Εκτός αν μιλάμε για τον Bruce Springsteen… Δεύτερον, η λίστα των Ελλήνων συναδέλφων είναι ακόμα τόσο μεγάλη που και δύο ν΄αναφέρω δεν θα είναι σωστό για τους υπόλοιπους, και το λέω ειλικρινά. Για το «λαϊκό» που με ρωτάς δεν το καταλαβαίνω… «Λαϊκή» δεν είναι η Τσαλιγοπούλου; Η Νέγκα, ο Λιδάκης, ο Μακεδόνας, ο Σταμάτης Κραουνάκης ή ακόμα και η Ελεωνόρα; Αυτά περί «καθαρού» είναι πολύ μεγάλη συζήτηση.
Ως καλλιτέχνης που επιβιώνει από την τέχνη του, πώς αντιμετωπίζετε τα κοινωνικά – πολιτικά γεγονότα που συμβαίνουν τα τρία τελευταία χρόνια στη χώρα μας;
Η χώρα μας έτσι και αλλιώς δεν ήταν ποτέ μία χώρα που ευνοούσε τη συνθήκη για Τέχνη. Σχεδόν πάντα, για να ζήσει από την τέχνη του ένας καλλιτέχνης θα έπρεπε να είναι ή πολύ πλούσιος απ΄την οικογένειά του ή πολύ τυχερός. Αν και τα περισσότερα που νοιώθω για την τελευταία τριετία έχω προσπαθήσει να τα εκφράσω σε πολλά τραγούδια μέσα στην τελευταία δεκαετία, θα αρκεστώ να πω πως έχουμε μπλέξει πολύ άσχημα και πως, πρώτα απ΄όλα, για να μπούμε ξανά σε έναν ουσιαστικό διάλογο με τον εαυτό μας χρειαζόμαστε να νοιώσουμε την χαμένη μας αξιοπρέπεια πάλι ζωντανή και να αποφασίσουμε ποιος θέλουμε να είναι ο νέος μας εαυτός. Στον βαρύ, μεγάλο ύπνο έρχονται οι χειρότεροι εφιάλτες…
Πείτε μου δυο λόγια για τον ολοκαίνουριό σας δίσκο με τίτλο «Γραμμένο με κόκκινο». Π.χ., πώς προέκυψε ο τίτλος, με ποιο κριτήριο συμμετέχουν όλοι όσοι συμμετέχουν κλπ. Έχετε σκοπό να πραγματοποιήσετε τους επόμενους μήνες κάποιες εμφανίσεις; Αν ναι, πότε και πού;
Ο τιτλος προέκυψε από το ομώνυμο ποίημα του καθηγητή Ανδρέα Παναγόπουλου ο οποίος δυστυχώς δεν είναι πια ανάμεσά μας.΄Ιδρυσε τη Στέγη Ενώσεως Ελλήνων Αιμοδοτών και πως να μην τον έχω στο μυαλό μου τη στιγμή που υπάχει μια αιμορραγούσα πληγή στην καρδιά της πατρίδας και ενώ πάντα σκεπτόμουν η δουλειά αυτή να είναι φόρος τιμής στο αίμα των Ελλήνων ποιητών, αίμα που δε θα ξεχαστεί, που δεν σπαταλήθηκε. Σε ό,τι αφορά τους μεγάλους ήρωες του τραγουδιού μας που με τίμησαν με τη συμμετοχή τους, όλα τα ευχαριστώ είναι λίγα. Απέδειξαν για μία ακόμα φορά πόσο μάγοι και μάστορες είναι και ότι η οικογένεια του Ελληνικού τραγουδιού καλά κρατεί. Μια μεγάλη υπόκλιση.
Υποθέστε ότι σας δίνεται ένα κουτί, το οποίο, όταν βρείτε το συνδυασμό της κλειδαριάς και το ανοίξετε, θα βρείτε μέσα τις τρεις ομορφότερες στιγμές της ζωής σας. Ποιες είναι αυτές;
Πόσο δύσκολο μου είναι ν΄απαντήσω σε αυτό… Πολλές πολλές στιγμές μαζεμένες κάθε μέρα απλές και ανυποψίαστες... Το δώρο μιας τηλεφωνικής συνομιλίας μ΄ένα αγαπημένο πρόσωπο, ένα ξημέρωμα στην Αστυπάλαια, το πρώτο μου ηχογραφημένο τραγούδι. Δεν υπάρχουν τρεις μόνο ομορφότερες στιγμές...
Επιλέξτε εσείς τον τρόπο με τον οποίο θα κλείσει αυτή η συνέντευξη στον Ορφέα...
Απ΄το «Κάθε μπαλκόνι έχει άλλη θέα» και τα «Παιδιά των δρόμων» ως τα τελευταία «Των φίλων τα σπίτια» (Τσαλιγοπούλου) και «Μετακόμιση τώρα» - «Η επιμονή σου» (Ζουγανέλη / Λειβαδάς – Ζουγανέλη) μια βασική ιδέα και ανάγκη που με απασχόλησε είναι η πίστη σε ένα τραγούδι που μπορεί να παρηγορήσει και κυρίως να ενθαρρύνει, να σε βοηθήσει και να σου υπόσχεται μεσα στα 3’ και 15΄΄ας πούμε, που διαρκεί η ακρόασή του, πως θα βγεις δυνατότερος και φωτεινότερος. Το ίδιο συμβαίνει και με το «Γραμμένο με κόκκινο» και όλα αυτά τα ποιήματα που νομίζει κανείς, μέσα στο σημερινό δραματικό τοπίο πως ακούγοντάς τα «καθαρίζονται» οι πληγές του… Αυτή την ευεργεσία προσέφερε στη ζωή μου η ποίηση και η μουσική και με την πρόθεση της ενίσχυσης της αγάπης σε αυτές, καιγόμουν να ολοκληρώσω αυτήν την δουλειά. Η ενέργεια να επιστρέψει στη μουσική μας, στην ποίηση και στον πολιτισμό μας, που όταν επιμένεις να τον γνωρίσεις, πολύ δύσκολα μπορεί κάποιος να σου παζαρέψει ή καινα σου κλέψει την αξιοπρέπειά. Ραντεβού λοιπόν στα βιβλιοπωλεία και στα καταστήματα αγοράς μουσικής. Σε αυτά τα τόσο αναγκαία οπλοστάσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου