15/12/19

Δόμνα Κουντούρη «Εραστής της τέχνης ήμουν και θα είμαι»


Η Δόμνα Κουντούρη ανήκει στη γενιά εκείνων των ταλαντούχων καλλιτεχνών που έγιναν γνωστοί στο κοινό μέσω των μουσικών reality. Έκτοτε, τα χρόνια πέρασαν και εκείνη, βιώνοντας αξιομνημόνευτες συνεγασίες με πασίγνωστους δημιουργούς, όπως τον Χρήστο Νικολόπουλο και τον Στέφανο Κορκολή και αφού πέρασε από πολλά εμπόδια, είναι εδώ, έτοιμη να συστηθεί για μία ακόμα φορά στον κόσμο με ένα ολοκαίνουριο καυστικό τραγούδι με τίτλο «Η Πλουσία» σε δική της μουσική και στίχους Γιώργου Κεμερλή. Αυτή ήταν και η αφορμή για την κουβέντα που ακολουθεί.


Επειδή γνωριζόμαστε πολλά χρόνια, τολμώ να πω πως είσαι σε μία καλή επαγγελματική περίοδο της ζωής σου. Ισχύει;
Αν εννοείς το δημιουργικό κομμάτι της δουλειάς μας, ναι, είμαι σε ένα πολύ καλό δρόμο και ετοιμάζω αρκετά νέα πράγματα που σιγά σιγά θα βγουν για να φανεί μια άλλη πλευρά μου. Αυτή του δημιουργού. Όσο περνάνε τα χρόνια αυτό είναι που με γεμίζει περισσότερο παρά τα live και οι εμφανίσεις.

Βρίσκεσαι στον καλλιτεχνικό χώρο αρκετά χρόνια. Κάνοντας μια αναδρομή στο παρελθόν ποιες στιγμές θα σου μείνουν αξέχαστες και γιατί;
Πραγματικά έχω υπάρξει τυχερή σε αυτό το επίπεδο. Γνώρισα και συνεργάστηκα με καλλιτέχνες τεράστιους, όπως ο Χρήστος Νικολόπουλος και ο Γιάννης Πάριος. Αλλά, η καλύτερή μου στιγμή πιστεύω ότι ήταν η Γλυκιά Συμμορία. Μια παράσταση που κάναμε στο τότε VOX σε σκηνοθεσία Νίκου Σούλη, παραγωγή Ερωδιός και Μαρασούλης.

Θα έλεγες ότι έχεις κάνει λάθη που θα ήθελες να διορθώσεις ή δε θα άλλαζες τίποτα από τα παλιά;
Αυτό που είμαι σήμερα είναι αποτέλεσμα όλων όσων έχω ζήσει, συμπεριλαμβανομένων και των λαθών. Είμαι ευχαριστημένη με την ύπαρξή μου, οπότε τα αγκαλιάζω όλα και προχωρώ.

Σήμερα, στο τέλος του 2019, εάν σου πρότειναν να εμφανιστείς σε ένα μεγάλο μαγαζί (είτε της παραλιακής είτε του κέντρου) παρέα με καλλιτέχνες της λεγόμενης «πρώτης γραμμής», θα το έκανες;
Τα προγράμματα της πρώτης γραμμής έχουν γίνει πολυσύνθετα τα τελευταία χρόνια και έχουν μια γκάμα μουσικών ειδών στο πρόγραμμά τους. Αν έστηνα ένα κομμάτι του προγράμματος όπως θα ήθελα και υπήρχε σύμπνοια με τους συνεργάτες, θα το έκανα.

Φτάνουμε στην «Πλουσία». Γράφει στο δελτίο τύπου ότι γράφτηκε εν μέσω κοινωνικής, πολιτικής και προσωπικής κρίσης. Θα μπορούσες να το χαρακτηρίσεις ως ένα κοινωνικό τραγούδι;
Κοινωνικό μια και παίζει με τον πόνο μας. Το ότι δε ρέει το χρήμα τα τελευταία χρόνια, την εξάρτηση που έχουμε από αυτό και πόσο τραγικό είναι ένα κομμάτι χαρτί να καθορίζει την ποιότητα της ζωής σου. Όλα αυτά με χιούμορ από την πλευρά της «Πλουσίας» .

Στην εποχή μας υπάρχουν καλά τραγούδια; Βασικά, τί σημαίνει για σένα καλό τραγούδι;
Φυσικά υπάρχουν καλά τραγούδια, ανάλογα με το γούστο του καθενός. Εμένα μπορεί να μου αρέσουν τα κλαρίνα και εσένα τα όμποε. Θα έχουμε σίγουρα άλλη άποψη για το τί είναι καλό τραγούδι. Τελικά πιστεύω πως τα καλά τραγούδια φαίνονται από τη διάρκειά τους στο χρόνο. Αν περνάνε τα χρόνια κι ακόμα ακούγονται, αυτό σημαίνει κάτι.

Μπορείς να αποτυπώσεις μέσα σε μία πρόταση όλα όσα είσαι ως Δόμνα; Εννοώ τόσο στον χαρακτήρα όσο και επαγγελματικά.
Εραστής της τέχνης ήμουν και θα είμαι. 

Κλείνοντας κι αφού αναφερθείς στα επόμενα σχέδιά σου, θα ήθελα να σκεφτείς μια θετική πρόταση που σε χαρακτηρίζει ως άτομο και που θα είναι η ιδανική ευχή για το 2020...
Μετά την «Πλουσία»  θα ακολουθήσουν δύο ακόμα single, ένα στα ελληνικά και ένα στα αγγλικά. Επίσης, για τα Σάββατα του Δεκεμβρίου θα εμφανίζομαι στο ΜιΛαΡε, στην Οδό Ευελπίδων 87. θα σας παραθέσω ένα ρεφρέν που έχω γράψει για ένα τραγούδι μου που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα και αυτή θα είναι η ευχή μου.
«Μη φοβάσαι, μη λυπάσαι, δεν αξίζει
Γιατί ό,τι σκέφτεσαι, αυτό και θα ‘σαι.
Ν’ αγαπάς, ν’ αγαπάς και να θυμάσαι
Η ζωή είναι μικρή, μην τη φοβάσαι» 


11/12/19

Η Μαρία Σουλτάτου στην επέτειο ίδρυσης του Δήμου Νέας Ιωνίας


Τα 96 χρόνια από την ίδρυση του Δήμου Νέας Ιωνίας γιορτάστηκαν τη Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου στο Πολιτιστικό Κέντρο Ένωσης Σπάρτης Μικράς Ασίας. Παρουσία του Μητροπολίτη Νέας Ιωνίας και Φιλαδελφείας κ.κ. Γαβριήλ, της Δημάρχου Νέας Ιωνίας κ. Δέσποινας Θωμαΐδου, του Προέδρου της Ένωσης Σπάρτης κ. Λουκά Χριστοδούλου και άλλων τοπικών πολιτικών εκπροσώπων, πραγματοποιήθηκε μια υπέροχη μουσική εκδήλωση με τη μοναδική Μαρία Σουλτάτου και τους πέντε εξαιρετικούς μουσικούς της (Σάββας Ρακιντζάκης – πιάνο, Γιάννης Σταματογιάννης – μπουζούκι, Νίκος Γύρας – κιθάρα, Χρήστος Δαλιάνης – βιολί, Δήμητρα Λαλαδάκη – κρουστά), ενώ συμμετείχε η Χορωδία Μικρασιατών Λιβαδειάς σε διδασκαλία και διεύθυνση Μαρίας Σουλτάτου.


Τραγούδια της Μικράς Ασίας -αλλά και πιο σύγχρονα, όπως τα «Κόκκινο ποτάμι» (σε μουσική Χρήστου Παπαδόπουλου και στίχους Κώστα Μπαλαχούτη) και «Του Πόντου Παναγιά» (σε μουσική Κώστα Αγέρη και στίχους Γιάννη Τζουανόπουλου, ο οποίος έδωσε το παρόν)- ακούστηκαν από τη χορωδία και την ερμηνεύτρια, ξεσηκώνοντας τη γεμάτη αίθουσα που δε σταμάτησε να χειροκροτεί ενθουσιωδώς τους συμμετέχοντες. Η αγαπημένη τραγουδίστρια για μία ακόμα φορά εξέπληξε το κοινό με τις ερμηνείες της στα τραγούδια που όλοι αγαπούν και γνωρίζουν. «Τί σε μέλλει εσένανε», «Προσφυγάκι», «Ελενίτσα» και άλλα πολλά, θύμισαν το μεγαλείο της μικρασιατικής μουσικής παράδοσης που παραμένει ακέραιη ακόμα και στις μέρες μας. Το πιο μεγάλο χειροκρότημα το κέρδισε επάξια η ερμηνεία της Σουλτάτου στο παραδοσιακό «Ιμιτλερίμ», που, σε απόλυτη σύμπνοια με τους μουσικούς της, κατάφεραν να συγκινήσουν κυριολεκτικά όλους εκείνους που στάθηκαν τυχεροί ευρισκόμενοι εκεί. Άλλωστε, «ιμιτλερίμ» σημαίνει «ελπίζω» και, αν μη τι άλλο, η ελπίδα είναι ίσως η μόνη δύναμη που κρατάει τους μετανάστες κάθε γενιάς ζωντανούς. 

Η Νέα Ιωνία είναι ένας τόπος με μεγάλη ιστορία. Είναι πολύ σημαντικό ότι, ενενήντα έξι χρόνια μετά την ίδρυσή της, συνεχίζονται οι αναφορές στη σημαντική της προσφορά, τιμώντας όλους εκείνους που ταλαιπωρήθηκαν ερχόμενοι το 1923 από τη Μικρά Ασία για ένα καλύτερο μέλλον, στηρίζοντας με όλες τους τις δυνάμεις το μετέπειτα ελληνικό κράτος. 



20/11/19

Η μουσική μυσταγωγία του Σταύρου Ξαρχάκου στο Gazarte «με τρόπο εντόνως ερωτικόν»...


                                                       Φωτογραφίες: ©VaGGiNet/EvaGGelia Thomakou


Όταν ανακοινώθηκε ότι ο Σταύρος Ξαρχάκος θα παρουσιάσει την παράσταση «5 λαϊκές μορφές με τρόπον εντόνως ερωτικόν» στο Gazarte, μετά την ήδη επιτυχημένη παρουσίασή της στο Ηρώδειο στις 5 Οκτωβρίου, η ευχάριστη προσμονή για την έναρξη των εμφανίσεων ήταν δεδομένη. Έτσι, στην πρεμιέρα του προγράμματος, το Σάββατο 16 Νοεμβρίου, βρέθηκα σε αυτόν τον υπέροχο χώρο, με την προσδοκία μίας απόλυτης οπτικοακουστικής εμπειρίας, κάτι που εν τέλει συνέβη. Αυτό μπορούν κάλλιστα να το επιβεβαιώσουν όλοι όσοι βρέθηκαν εκεί, γεμίζοντας πλήρως την κεντρική αίθουσα του Gazarte.
Στη σκηνή ανέβηκαν επτά εξαιρετικοί μουσικοί (Νεοκλής Νεοφυτίδης – πιάνο, Βασίλης Δρογκάρης – ακορντεόν, Αλέξανδρος Καψοκαβάδης – κλασική κιθάρα/ νυκτά έγχορδα, Γιώργος Λιμάκης – κιθάρα, Αντώνης Τζίκας – κοντραμπάσο, Ηρακλής Ζάκκας – μπουζούκι / μπαγλαμάς / τζουράς και Δημήτρης Ρέππας – μπουζούκι / μπαγλαμάς / τζουράς). Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, εμφανίστηκε ο Σταύρος Ξαρχάκος. Ο μαέστρος, με τη σεμνότητα που τον διακρίνει, άπλωσε τα χέρια του, ανοίγοντας τον δρόμο στις μελωδίες των Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Βαμβακάρη και Ξαρχάκου, που ξεδιπλώθηκαν στον χώρο με έναν τρόπο μοναδικό και απόλυτα ευφάνταστο. 


Όλα όσα ακολούθησαν ήταν μια μουσική μυσταγωγία. Ο Σταύρος Ξαρχάκος, με συμμάχους του τους επτά μουσικούς, ένωσε τους πέντε διαφορετικών καταβολών και υφών συνθέτες σε ένα μελωδικό τοπίο απόλυτα ενιαίο και αρμονικό. Η παρουσίαση των τραγουδιών ανεδείκνυε – για μία ακόμα φορά – την ικανότητα του Ξαρχάκου να δημιουργεί νέες ενορχηστρωτικές διαδρομές που φέρνουν κομμάτια αλλοτινών εποχών στο χρονικό τώρα. Η ευφυΐα του Ξαρχάκου σε αυτόν τον τομέα είναι γνωστή τοις πάσι. Δεν παύει, όμως, να εκπλήσσει ακόμα κι εκείνους που τον παρακολουθούν πολλά χρόνια. Πόσο μάλλον, σε αυτήν την παράσταση που, χωρίς την παρουσία κάποιου δημοφιλούς ερμηνευτή – παρά μόνο με τη λιτή «χορωδία» των πέντε από τους επτά μουσικούς – και χωρίς το οποιοδήποτε φωτιστικό εφέ, ο θεατής απολάμβανε στο εκατό τοις εκατό την κινησιολογική δεινότητα του μαέστρου, ο οποίος με την ανεξάντλητη ενέργειά του, οδήγησε μουσικούς και ακροατήριό στη μέθεξη.
Ρεαλιστικά σκεπτόμενη, στο ερώτημα εάν αξίζει κανείς να καταβάλει ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό για τα δεδομένα της εποχής, ώστε να επισκεφθεί το καλαίσθητο Gazarte για να παρακολουθήσει την παράσταση «5 λαϊκές μορφές με τρόπον εντόνως ερωτικόν», η απάντηση είναι θετική και η αιτιολογία είναι μία και μοναδική: ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι ένας από τους πιο «ακριβούς» συνθέτες της χώρας μας. Κι εδώ η σημασία της λέξης «ακριβός» γίνεται συνώνυμη με τη λέξη «πολύτιμος». 

12/11/19

Παρουσίαση βιβλίου «Εγώ δεν ζω γονατιστός»



Το βιβλίο «Κώστας ΒίρβοςΕγώ δεν ζω γονατιστός» των εκδόσεων Παπαζήση παρουσιάστηκε εχθές το βράδυ στη μεγάλη αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου  «Παρνασσός». Η κόρη του, Μαρία Βίρβου έγραψε τη βιογραφία του αξέχαστου στιχουργού, ο οποίος χάρισε σε όλους εμάς περισσότερα από 2500 τραγούδια. Με την καλλιτεχνική επιμέλεια και την παρουσίαση του ραδιοφωνικού παραγωγού, ηθοποιού και στιχουργού Γιάννη Τζουανόπουλου και παρουσία πολλών και αγαπητών καλλιτεχνών, το κοινό μυήθηκε στην τέχνη και την ιστορία του Κώστα Βίρβου, ο οποίος σηματοδότησε μέσω των τραγουδιών του ολόκληρες γενιές. Στο τραπέζι βρέθηκαν - εκτός από τη συγγραφέα - οι Χάρις Αλεξίου, Γιάννης Στάνκογλου και Κώστας Μπαλαχούτης, ενώ τραγούδησαν οι Λάκης Χαλκιάς, Λιζέτα Νικολάου, Γιώργος Μαργαρίτης, Μαρία Σουλτάτου, Πέτρος Γαϊτάνος, Μπέτυ Χαρλαύτη, Κώστας Τριανταφυλλίδης, Χριστίνα Γαλιάτσου και Γιώργος Αδαμόπουλος.



Μπορεί το κέντρο της Αθήνας να ήταν δυσπρόσιτο λόγω πορειών και κλεισμένων δρόμων, όμως, η αίθουσα του ΦΣΠ ήταν κατάμεστη, γεγονός που αποδεικνύει για μία ακόμα φορά ότι ο κόσμος λατρεύει τον Κώστα Βίρβο και τους στίχους του. Ακούστηκαν από όλους τους συμμετέχοντες τα καλύτερα λόγια για τον αείμνηστο δημιουργό, αφού, όπως είπαν δεν έζησε ποτέ γονατιστός, παραμένοντας πιστός στις ιδέες του, γράφοντας τραγούδια για όλες τις στιγμές. Χαρακτηριστικά, ο συγγραφέας και στιχουργός Κώστας Μπαλαχούτης ανέφερε ότι ο Βίρβος ήταν ο πρώτος επαγγελματίας στιχουργός, ενώ ο Γιάννης Τζουανόπουλος είπε ότι ήταν αυστηρός, αλλά έδινε την καρδιά του εάν πίστευε ότι αξίζει τον κόπο. Η Μαρία Βίρβου δήλωσε ότι η συγγραφή αυτού του βιβλίου διήρκησε πέντε χρόνια, εκπληρώνοντας μια επιθυμία που είχε ο πατέρας της να μαζευτεί το υλικό του και να προσφερθεί στο κοινό στη μορφή του βιβλίου. Ο ηθοποιός Γιάννης Στάνκογλου απήγγειλε στίχους του τιμώμενου στιχουργού, ενώ διάβασε και το μήνυμα του Μίκη Θεοδωράκη που χαρακτήριζε τον Βίρβο ως  «ένα από τα μεγάλα κλαριά επάνω στο δέντρο της ελληνικής μουσικής» και η Χάρις Αλεξίου τόνισε την ευελιξία του στιχουργού στην εναλλαγή συναισθημάτων και λέξεων. Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Μανιάτης -που παραλίγο να μην τα καταφέρει να παραβρεθεί λόγω των εξωγενών καταστάσεων- δεν παρέλειψε να αναφερθεί στη μαχητικότητα του Βίρβου.




Στο καλλιτεχνικό μέρος του προγράμματος, ακούστηκαν πολλά αγαπημένα τραγούδια του στιχουργού. Τα «Κοιμήσου αγγελούδι μου», «Της γερακίνας γιος», «Μακρυά μου να φύγεις», «Ένας ξύλινος σταυρός», «Πάρε τα χνάρια»,  «Στου Μπελαμή το ουζερί»,  «Ο δάσκαλος» ήταν κάποια από εκείνα που χειροκρότησε το κοινό. Παρόντες ήταν ο Χρήστος Λεοντής, ο Μάκης Μάτσας και ο Μανώλης Μητσιάς που στο τέλος ανέβηκε στη σκηνή για να πει το τραγούδι  «Σου ‘χω έτοιμη συγγνώμη». Έπαιξαν οι μουσικοί Γιάννης Σταματογιάννης (μπουζούκι), Γιάννης Δεσποτάκης (κιθάρα) και Αλέξανδρος Καμπουράκης (ακορντεόν), ενώ τη Μπέτυ Χαρλαύτη συνόδευσε στο πιάνο ο Γιάννης Μπελώνης.

Ο Κώστας Βίρβος  ήταν ένας καλλιτέχνης που έζησε πολλές καταστάσεις της νεότερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στο μεσοπόλεμο, βίωσε την Κατοχή, την αντίσταση, τη σύλληψη από τους Ναζί, τη δικτατορία, τη μεταπολίτευση και τη νέα κατάσταση. Οι στίχοι του ήταν απλοί και σύνθετοι ταυτόχρονα. Τα τραγούδια του έχουν μπει στα σπίτια όλων μας και θα συνεχίσουν να μπαίνουν για πολλά χρόνια ακόμα. Το βιβλίο  «Εγώ δεν ζω γονατιστός» της Μαρίας Βίρβου είναι ένα συνονθύλευμα εμπειριών, συνεργασιών και αφηγήσεων του μεγάλου στιχουργού. Γι αυτό και αξίζει να το διαβάσουμε όλοι.


16/10/19

Μαρία Σουλτάτου: «Θεωρώ σημαντικές μορφές τις δυναμικές γυναίκες»




Η Μαρία Σουλτάτου είναι μια καλλιτέχνιδα παλιάς κοπής. Η παρουσία της όλα αυτά τα χρόνια είναι διακριτική και αμιγώς καλλιτεχνική. Η χροιά της φωνής της, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει κάθε τραγούδι, είναι πραγματικά ιδιαίτερος. Έχει δικό της χρώμα, δικό της ύφος και δική της έκφραση. Έχει συνεργαστεί τόσο δισκογραφικά όσο και σε επίπεδο εμφανίσεων με όλους τους μεγάλους Έλληνες συνθέτες (Ξαρχάκο, Θεοδωράκη, Λεοντή κ.α.), ενώ η συνεχής παρουσία της στο χώρο συνεπάγεται με εξέλιξη, μεράκι και δημιουργικές στιγμές. Μια από αυτές θα παρουσιάσει την Κυριακή 20 Οκτωβρίου στη Σφίγγα με την παράσταση “Η ζωή γυναίκα… είναι”, η οποία ήταν και η αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.


Έχουν περάσει έξι χρόνια από την τελευταία μας συνέντευξη. Τότε είχες δηλώσει ότι δε θα άλλαζες τίποτα από όλα αυτά που έχεις κάνει. Έξι χρόνια μετά, έχεις αναθεωρήσει αυτή σου την άποψη;
Μα πώς να αναθεωρήσω την άποψη μου όταν όλα αυτά που έχω ζήσει και έχω κάνει όλα αυτά τα χρόνια είναι σημαντικά. Είναι όλα αυτά που στο χρόνο μου έδωσαν τεράστια γνώση, εμπειρία και αγάπη. Με βοήθησαν να εξελιχθώ, να μάθω, να βρω τον εαυτό μου. Η μουσική αυτό είναι άλλωστε, ένα μεγάλο ταξίδι που δεν τελειώνει ποτέ. Είχα την τύχη και την ευλογία να ζήσω και να ζω εξαιρετικές στιγμές, συνεργασίες με όλους τους σπουδαίους δημιουργούς, τραγουδιστές, μουσικούς του χώρου. Αξία ανεκτίμητη.

Τα τελευταία χρόνια έχουν κυκλοφορήσει – αν δεν κάνω λάθος – τρία δικά σου cd, με καινούρια τραγούδια. Είναι εύκολο στην εποχή μας να ακουστούν νέα κομμάτια στο ευρύ κοινό;
Έχουν κυκλοφορήσει τρία άλμπουμ με δικά μου τραγούδια, τα “Στον άνεμο” με συνθέτη τον Βαγγέλη Σίμο, “Σημάδι μιας αρχής” σε μουσική Μανώλη Καραντίνη, Χρυσόστομου Χαρίση και στίχους της Άννας Μπουκουβάλα και το “Επτά” που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό σε μουσική Σωκράτη Παπαϊωάννου, όπως και πολλά τραγούδια συμμετοχές. Είναι πολύ δύσκολο να ακουστούν νέα κομμάτια. Πρώτον, γιατί οι παραγωγοί και τα ραδιόφωνα έχουν άλλες προτιμήσεις και καθοδηγούνται από τις εταιρίες όπως γινόταν πάντα, δεύτερον γιατί το μπουζούκι και το λαϊκό διώκεται ως παρωχημένο και τρίτον, αν δεν υπάρχει οικονομική απολαβή από τους υπεύθυνους ενός σταθμού δεν θα τα παίξουν. Ο μοναδικός τρόπος να ακουστούν τα τραγούδια όσων καλλιτεχνών δεν δέχονται τα παραπάνω, είναι το διαδίκτυο…

Στους χώρους όπου εμφανίζεσαι τα τελευταία χρόνια - κυρίως στα μεγάλα μαγαζιά - υπάρχουν και νέοι ερμηνευτές. Θεωρείς ότι, όλοι όσοι ξεκινούν την πορεία τους τώρα έχουν τις ευκαιρίες και τις ικανότητες που είχε η δική σου γενιά στο ξεκίνημά της;
Δεν υπάρχουν ευκαιρίες. Είναι τι θέλουμε εμείς να κάνουμε. Το πρώτο και σημαντικότερο είναι να έχεις το ταλέντο. Κάποιοι - κάποιες νομίζουν ότι το να πιάσεις ένα μικρόφωνο ή να έχεις ένα όμορφο παρουσιαστικό, σε κάνουν αυτόματα
και καλλιτέχνη και δεν είναι καθόλου έτσι. Θέλει πολλή δουλειά, χρόνο και μελέτη ο συγκεκριμένος τίτλος. Ένας άνθρωπος που δεν έχει ταλέντο και αξία και δεν ψάχνεται μέσα του, το να γίνει αναγνωρίσιμος δεν θα του προσφέρει τίποτα. Θα γίνει απλά ένας γνωστός ατάλαντος που θα ταλαιπωρήσει τον κόσμο για λίγο και θα χαθεί. Τα νέα παιδιά βιάζονται πολύ και δεν τα αδικώ με όλα αυτά τα show που έχουν κατακλύσει την ελληνική τηλεόραση, δίνοντας αυτήν την πρόσκαιρη δημοσιότητα και την αμείλικτη εξαφάνιση τους στο βωμό του χρήματος και της δήθεν καριέρας που υπόσχονται οι επιτήδειοι. Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά κάποιοι έχουν κάνει πλούσιους τους ψυχολόγους και τις φαρμακοβιομηχανίες εις βάρος τω νέων παιδιών. Και λυπάμαι αφάνταστα.

Ας έρθουμε στην αφορμή για την οποία βρεθήκαμε τώρα. Μιλάω για την παράσταση “Η ζωή γυναίκα… είναι”. Θα ήθελα να μεταφέρεις στους αναγνώστες μας τη δική σου οπτική για αυτήν την εμφάνιση.
Η ζωή έρχεται από τη γυναίκα! Είναι η πρώτη μορφή που αντικρίζουμε βγαίνοντας στο φως του ήλιου. Είναι αυτή που μας τα μαθαίνει όλα και μας ακολουθεί για όλη μας τη ζωή. Η ζωή έχει φως, έχει δυσκολίες, χαρές, λύπες, έχει βάσανα. Το ίδιο, όμως, και η γυναίκα από την στιγμή που θα έρθει στον κόσμο. Όσο λοιπόν μας επιτρέπει ο χρόνος των δυόμιση ωρών μιας παράστασης, σκέφτηκα να δούμε τα συναισθήματα κάθε γυναίκας, το πως νιώθει σε όλα αυτά τα γεγονότα που συμβαίνουν στη ζωή της. Πάντα με την επιλογή αγαπημένων τραγουδιών που με την σημαντική βοήθεια του εξαίρετου καλλιτέχνη Σάββα Ρακιντζάκη στο πιάνο, θα απαντούν στα αληθινά συγκινητικά κείμενα που έχει γράψει η Σοφία Παπαηλιάδου.

Χωρίς να προδώσουμε το πρόγραμμα, θέλεις να αναφέρεις ένα τραγούδι που θα το ερμηνεύσεις για πρώτη φορά στο “Η ζωή γυναίκα… είναι” και για ποιο λόγο δεν το είχες πει στο παρελθόν;
Τα τραγούδια που θα πω στην παράσταση τα αγαπώ, τα ακούω στην ζωή μου, αλλά πάρα πολλά από αυτά δεν τα έχω πει ποτέ στη σκηνή, γιατί έπρεπε να μπουν στη σωστή θέση με την στιχουργική και μελωδική τους αξία. Οι φίλοι που θα έρθουν ελπίζω να το απολαύσουν αυτό που θα ακούσουν. Για πρώτη φορά θα πω δύο κομμάτια της Ρόζας Εσκενάζυ που τα αγαπώ πολύ.

Μια και η παράσταση στη Σφίγγα αφορά στις γυναίκες, εσύ ως προσωπικότητα ποιες πτυχές του φύλλου μας θεωρείς πιο σημαντικές;
Όλες οι πτυχές της γυναικείας μορφής με συγκινούν. Θεωρώ, όμως, σημαντικές μορφές τις δυναμικές γυναίκες. Αυτές που παλεύουν κάθε μέρα σ΄ αυτήν την ζωή και δεν βολεύονται στον τίτλο της αδυναμίας και της μιζέριας που τους έχει δοθεί λόγω φύλλου.

Αν σου έλεγε κάποιος “Μαρία, σου δίνω την ευκαιρία για να διασκευάσεις δέκα αγαπημένα σου τραγούδια και να τα φέρεις στο σήμερα”, τί ύφος θα είχαν αυτά; Λαϊκό, έντεχνο, παραδοσιακό ή κάτι άλλο;
Θα ήθελα να πω τραγούδια της πατρίδας μου, δηλαδή κρητικά που δεν έχω πει και έχουν ιδιαίτερη συναισθηματική αξία για μένα. Μικρασιάτικα επίσης και κάποια λαϊκά και έντεχνα που αγαπώ. Ελπίζω να τα καταφέρω και κάποια στιγμή να γίνει πραγματικότητα.

Ας κλείσουμε αυτήν την κουβέντα με έναν αγαπημένο σου στίχο ή μια αγαπημένη σου φράση…
Από τα επτά μου χρόνια οι στίχοι που διαμόρφωσαν το χαρακτήρα και την στάση μου στη ζωή, είναι οι στίχοι του Γιάννη Ρίτσου από το”Καπνισμένο Τσουκάλι”. “Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ’ τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο”...



www.ogdoo.gr

3/10/19

Κωνσταντίνος Τσονόπουλος: «Ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη»


Ο Κωνσταντίνος Τσονόπουλος είναι ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης που το τελευταίο διάστημα κάνει πολλά και διαφορετικά πράγματα. Είναι η δεύτερη φορά που βρισκόμαστε για συνέντευξη μέσα στο τρέχον έτος και ο λόγος είναι η καινούρια θεατρική παράσταση που ετοιμάζει από τον ρόλο του σκηνοθέτη με τίτλο “Το ημέρωμα της στρίγγλας | Μια αντίστροφη ανάγνωση”. Για το βήμα του αυτό, αλλά και για τα επόμενα που ακολουθούν, ο Κωνσταντίνος μας ενημερώνει παρακάτω, μη παραλείποντας να μεταφέρει τις απόψεις του πάνω στην τέχνη του.

Έχουμε να βρεθούμε 8 μήνες επαγγελματικά. Τί έχει συμβεί μέσα σε αυτό το διάστημα στην καλλιτεχνική σου πορεία;
Την τελευταία φορά με βρήκες να μιλάω για τον έρωτα και 8 μήνες μετά ακόμα γι’ αυτόν μιλάω. Την περασμένη άνοιξη με είχες αφήσει να κάνω πρόβες για το “6” στο θέατρο “Θησείον” και παραστάσεις στην Μουσική Σκηνή Σφίγγα για το “Από...έρωτα”. Πέρασα ένα καλοκαίρι, άλλοτε μέσα σε καράβι, άλλοτε μέσα σε ένα πούλμαν, γυρνώντας όλη την Ελλάδα και κάνοντας περιοδεία με την παράσταση “Πήτερ Παν”. 

Κοιτάζοντας το παρελθόν, υπάρχει κάτι για το οποίο μετανιώνεις και θα ήθελες αν σου δινόταν η ευκαιρία να το διορθώσεις;
Όχι. Δεν μετανιώνω για τίποτα. Δεν μπορώ να κρίνω το παρελθόν μου και να διαγράψω την διαδρομή που έχω κάνει. Το παρελθόν μου και τα λάθη μου με έχουν κάνει αυτό που είμαι τώρα.

Φέτος στην τηλεόραση γίνονται καινούρια σίριαλ, τα οποία θεωρούνται καλές παραγωγές, με μεγάλη ομάδα ηθοποιών και προσεγμένες μουσικές επενδύσεις. Θα ήθελες να συμμετάσχεις σε κάποια από αυτές τις παραγωγές; Αν ναι, σε ποια;
Δεν έχω μεγάλη γνώση της τηλεοπτικής πραγματικότητας μιας και το πρόγραμμα μου δεν μου επιτρέπει να περνάω ώρες μπροστά σε μια τηλεόραση. Αν θα έπρεπε, όμως, να διαλέξω μια παραγωγή, αυτή θα ήταν το «Λόγω Τιμής». Θα ήθελα να είμαι μέρος μια ιστορίας που συνεχίζεται μετά από πολλά χρόνια και παρακολουθείς την πορεία των ηρώων της μέσα στο χρόνο.

Στην προηγούμενη συνέντευξή μας, είχες αναφέρει ότι προτιμάς την κωμωδία ως θεατρικό είδος. Ανάφερέ μου, σε παρακαλώ, τρία θεατρικά κωμικά έργα, στα οποία θα ήθελες να παίξεις.
Δεν ονειρεύομαι έργα που θέλω να παίξω. Τα έργα προκύπτουν μέσα από την ανάγκη μου κάθε φορά να «μιλήσω» μέσα από έναν ρόλο ή από το ίδιο το έργο, μέσα από τις καταστάσεις που βιώνω και βιώνουμε, μέσα από συζητήσεις με φίλους και συνεργάτες. Δεν είναι όνειρο, είναι ανάγκη.

Πάμε τώρα στο “Ημέρωμα της στρίγγλας” που θα ανέβει στο θέατρο “Φούρνος” και φέρει τη σκηνοθετική υπογραφή σου. Μίλησέ μου για αυτή την αντίστροφη ανάγνωση στο μεγάλο έργο του Σαίξπηρ.
Η ανάγκη μου να μιλήσω για τον έρωτα με έφερε αντιμέτωπο με αυτό το έργο. Η
αντιστροφή των ρόλων ήταν μια επιπλέον ανάγκη. Μια ανάγκη να ερευνήσω κατά πόσο αλλάζουν τα πράγματα όταν οι γυναίκες έχουν τα ηνία και την πρώτη κίνηση. Σκοπός μου ήταν, και είναι, να εξυμνήσω τον έρωτα. Ο έρωτας είναι οδηγός. Ο έρωτας είναι η κινητήριος δύναμη. Ο Κατρίνο και η Πέτρα πρώτα ερωτεύονται και μετά ημερώνουν. Ο έρωτας τους επιτρέπει να δουν με την καρδιά και όχι με τα μάτια.

Πώς φαντάζεσαι τον πραγματικό κόσμο αντίστροφα πλασμένο; Δηλαδή, έναν κόσμο που οι δυνατοί θα είναι αδύναμοι και οι αδύναμοι δυνατοί;
Είναι σημαντικό να ορίσουμε αν οι αδύναμοι που γίνονται δυνατοί και αντίστροφα, γνωρίζουν την προϋπάρχουσα θέση τους. Αν ναι, πιστεύω θα ήταν ένας πολύ βίαιος κόσμος. Δεν θα ήθελα να είμαι μέρος του. Με αφορά η ισότητα και ο σεβασμός στην διαφορετικότητα. Αυτό μας αφορά όλους και πρέπει να παλέψουμε.

Υπάρχει κάποιος σύγχρονος και εν ζωή συγγραφέας του οποίου έργο θα ήθελες να ανεβάσεις ως σκηνοθέτης, με μια άλλη οπτική;
Δεν είναι καλλιτεχνικός μου στόχος να κάνω αντίστροφες αναγνώσεις πάνω σε κλασσικά ή και σύγχρονα έργα. Η αντίστροφη ανάγνωση πάνω στο «Ημέρωμα της στρίγγλας» προέκυψε. Ψάχνω τον δρόμο μου καλλιτεχνικά και ακόμα δεν ξέρω για τι θέλω να μιλήσω. Οι ανάγκες αλλάζουν.

Εκτός της παράστασης “Το ημέρωμα της στρίγγλας”, ετοιμάζεις κάτι άλλο για το χειμώνα;
Φέτος, θα συνεργαστώ ξανά με τον Ευθύμη Χρήστου στο έργο «Βίνσεντ: Αίμα στο Χιόνι» του Φίλιπ Ρίντλει. Έχω μεγάλη χαρά που θα είμαι σ ́αυτήν την δουλειά και έχουμε ήδη ξεκινήσει πρόβες. Η πρεμιέρα μας είναι στις 6 Νοεμβρίου στο «Θέατρο Τρένο στο Ρουφ». Παράλληλα, κάνω πρόβες για την παιδική σκηνή του θεάτρου «ΑΘΗΝΑ», με τον Δημήτρη Αδάμη, στο έργο του Αριστοφάνη «Όρνιθες», ειδικά διασκευασμένο για παιδιά. Ξεκινάμε στις 20 Οκτωβρίου.

2/8/19

Φίλιππος Παπαθεοδώρου «Αναζητώντας το τέλειο»


Είναι κάποιες συνεντεύξεις που διαφέρουν από τις υπόλοιπες για πολλούς λόγους. Η συγκεκριμένη συνέντευξη ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, γιατί κάλλιστα ο Φίλιππος Παπαεοδώρου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέγας στυλοβάτης του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων τεσσάρων (τουλάχιστον) δεκαετιών. Ο ίδιος υπήρξε μουσικός, τραγουδιστής, showman, παραγωγός, εκδότης και άλλα πολλά. Με όλες αυτές τις ιδιότητες γύρισε όλον τον κόσμο, συνεργάστηκε με τεράστια ονόματα του καλλιτεχνικού στερεώματος, ενώ βίωσε ενεργά τις σημαντικότερες χρονικές περιόδους της ελληνικής δισκογραφίας. Ήταν εκείνος που “΄έστησε” είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο την καριέρα σε πολλούς τραγουδιστές, όπως στη Νάνα Μούσχουρη, στον Αντώνη Καλογιάννη και στον Δημήτρη Μητροπάνο.
Σήμερα, βρίσκεται σε μια πολύ ήρεμη φάση της ζωής του, θυμίζοντας στους αναγνώστες του Ογδόου κάποια από τα σημαντικότερα γεγονότα του καλλιτεχνικού του βίου. Ίσως ορισμένα λεγόμενά του να θεωρηθούν προκλητικά ή εριστικά. Είναι, όμως, η δική του αλήθεια όπως τη βίωσε. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι έχουν διαβάσει το βιογραφικό αφήγημά του με τίτλο “Οι μουσικές μου διαδρομές… μπροστά και πίσω από τα φώτα”.


Σκέφτηκα η συνέντευξη αυτή να γίνει χωρισμένη στα σημαντικότερα κεφάλαια της καλλιτεχνικής σας πορείας. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν με το “Τρίο Καντσόνε”. Πείτε μου, με λίγα λόγια για τη δημιουργία αυτού του τρίου.
Το “Τρίο Καντσόνε” το ξεκινήσαμε εγώ κι ο Γιώργος Πετσίλας. Είχα έναν θείο, ο οποίος είχε μια κιθάρα, ο οποίος ξαφνικά αποφάσισε να φύγει για την Βραζιλία, αφήνοντάς μου την κιθάρα του. Εν τω μεταξύ, είχα γραφτεί στο Ωδείο και μελετούσα πιάνο. Παίρνοντας, όμως, την κιθάρα στα χέρια μου, με “κέρδισε”. Μια μέρα, έτσι όπως παίζαμε ντουέτο με τον Γιώργο σε ένα πάρτι στο σπίτι του, σκεφτήκαμε μήπως κάναμε ένα τρίο. Στο ίδιο σχολείο που πήγα Γυμνάσιο, ήταν ένα παιδί σε μια τάξη πιο πάνω από εμένα, ο οποίος κάθε φορά που πηγαίναμε εκδρομές, μας τραγουδούσε. Τότε ήταν της μόδας ο καντσονετίστας Λουτσιάνο Ταγιόλι. Του λέω, λοιπόν, “δεν έρχεσαι μαζί μας να φτιάξουμε ένα συγκρότημα;”. Κι έτσι ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε το τρίο. Η πρώτη μας δουλειά ήταν αστεία. Ήταν στη Θέρμη, ένα μαγαζί που είχε ένας πάνω σε έναν δρόμο. Είχε βάλει ένα παταράκι κι ένα μικρόφωνο. Εμείς τραγουδούσαμε για τον κόσμο που περνούσε και πιθανόν να κάθονταν για ένα ποτό.

Ποια ήταν η πρώτη σας “επαγγελματική¨δουλειά, η πρώτη επιτυχία και η πρώτη αποτυχία;
Η πρώτη μας ουσιαστική δουλειά σαν “επαγγελματίες” ήταν όταν μας πρότεινε ο Κλέων Βικιλίδης, ο οποίος ήταν μεγάλο αστέρι της ομάδας του Άρη στο ποδόσφαιρο και που είχε το καλύτερο κλαμπ της Θεσσαλονίκης, το “Delice”. Εκεί, λοιπόν, γίνονταν χοροί τις Απόκριες και μας πρότεινε να παίξουμε σε όλους τους χορούς. Ο πρώτος χορός ήταν ο χορός των καθηγητών μας κι εμείς δεν ξέραμε πώς θα τραγουδήσουμε και τί θα ακούσουμε την επόμενη μέρα, γιατί ακόμα ήταν σχολική περίοδος! Όλοι αντιμετώπισαν το θέμα πολύ γλυκά και πολύ ζεστά. Μετά αρχίσαμε να μπαίνουμε σε εκπομπές που έκανε ο Άλκης Στέας. Η πρώτη μας ουσιαστική επιτυχία ήταν όταν ήρθε στην περιόδο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης ο Γιώργος Οικονομίδης και κάθε Δευτέρα έκανε σε ένα κέντρο διαγωνισμό ταλέντων. Πήγαμε κι εμείς, πήραμε το βραβείο, το οποίο ήταν μια χρυσή λίρα. Θυμάμαι όταν φύγαμε από το κέντρο, τη “Ρέμβη” που ήταν έξω από τη Θεσσαλονίκη, πήραμε ταξί και λέμε στον οδηγό ότι δεν έχουμε λεφτά, αλλά έχουμε μια λίρα. Βέβαια, δε μας τη χάλασε και γυρίσαμε με τα πόδια!
Τώρα, όσον αφορά στην αποτυχία και εν έτει 1955, ο Οικονομίδης μας είχε πει να κατέβουμε στην Αθήνα και να δουλέψουμε μαζί του. Ένας άλλος, πάλι, κονφερασιέ εκείνης της εποχής ήταν ο Ίκαρος, που επίσης μας είχε ακούσει. Κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα στο Μουσείο που τότε είχε ορχήστρα στο προαύλιο. Όταν με είδε ο Ίκαρος με ρωτάει “Πού είναι τα παιδιά του Τρίο;”. Λέω “δεν είναι εδώ”. Μου λέει “πες τους να κατέβουν κάτω, να δουλέψουν εδώ μαζί μου, στο Μουσείο”. Τότε έστειλα τηλεγράφημα στα παιδιά γράφοντας “κατεβείτε τάχιστα”. Έτσι κι έγινε. Μόλις πήγαμε εκεί, ω του θαύματος, βλέπουμε να παίζει ένα ξένο τρίο. Λέμε στον Ίκαρο “Τί είναι αυτοί και γιατί μας κουβάλησες;”. Αυτός δικαιολογήθηκε ότι η διεύθυνση του μαγαζιού είχε κάνει κονέ για αυτό το τρίο και δεν τον είχαν ειδοποιήσει. Και του λέω “Τί κάνουμε τώρα;”. Μου λέει “θα πάτε στην Αίγλη, όπου υπήρχε ένας άλλος κονφερασιέ, ο Πύρπασος. Θα πάτε να τραγουδήσετε και αν όλα πάνε καλέ, θα σας κρατήσει εκεί”. Εμείς είχαμε μια βαλίτσα με πολύ ωραία ρούχα. Σικλαμέν σακάκια, μπεζ παντελόνια, ήμασταν πολύ οργανωμένοι. Πάμε στην “Αίγλη” και μας βάζουν ένα μικρόφωνο. Δεν ξέρω αν έφταιγε το μικρόφωνο ή η ψυχολογία μας, αλλά όλα ήταν χάλια. Αποτυχία στο 100%. Φύγαμε από εκεί απογοητευμένοι. Μας λέει, λοιπόν, ο Πύρπασος ότι στο “Άλσος” Παγκρατίου είναι ο Βέλλας που έχει την ορχήστρα παίζει ο Βέλλας με την ορχήστρα του και ότι εκείνο το βράδυ είχε διαγωνισμό ταλέντων. Τσαντισμένοι εμείς από την αποτυχία μας, φτάνουμε στο Παγκράτι. Μπαίνουμε στο καμαρίνι, ανοίγουμε τις βαλίτσες, βγάζουμε τα κουστούμια μας, ντυνόμαστε. Έρχεται, λοιπόν, ο Βέλλας κάτω και μας ρωτάει ποιοι είμαστε. Του λέμε “Το Τρίο Καντσόνε από τη Θεσσαλονίκη”. Βγαίνει, λοιπόν, έξω και λέει “και τώρα θα σας παρουσιάσουμε ένα Τρίο που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη ειδικά για το πρόγραμμά μας, το Τρίο Καντσόνε!”. Βγαίνουμε εμείς με φόρα με μεξικάνικα τραγούδια και κυριολεκτικά, έπεσε το θέατρο. Εκείνη την εποχή ερχόταν πολλά τρίο νοτιοαμερικάνικα, όπως το Τρίο Λος Πάντζος. Λέει ο Βέλλας στο κοινό “Αν σας έλεγα ότι, αυτή τη στιγμή σας παρουσιάζω το Τρίο Λος Πάντζος, τί θα λέγατε;”. Και μας κράτησαν εκεί, όπου παίξαμε 15 ημέρες.

Άρα η αποτυχία στέφθηκε με επιτυχία τελικά.
Ακριβώς. Γι αυτό λέω ότι την αποτυχία πρέπει να τη νοιώσει ο καλλιτέχνης για να πάρει θάρρος, να πάρει δύναμη. Μας συνέβησαν αρκετά τέτοια στην πορεία. Αλλά ήμασταν πολύ πεισματάρηδες κι επειδή πιστεύαμε σε αυτό που κάναμε, δεν το βάλαμε κάτω. Μας έλεγαν “το πιο μοντέρνο ελληνικό Τρίο” και είχαμε και την αποδοχή των μουσικών.

Πάμε τώρα στους “Αθηναίους”. Σε τί διέφερε το συγκρότημα αυτό από το “Τρίο Καντσόνε”; Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε; Ποια λάθη κάνατε; Τί θα θέλατε να έχετε κάνει και δεν το πραγματοποιήσατε;
Το “Τρίο Καντσόνε” ήταν ένα τρίο. Η ορχήστρα “Αθηναίοι” ήταν κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό. Ήταν αρκετά σκαλιά πιο πάνω, προϋπέθετε πολύ περισσότερη ευθύνη απέναντι στο κοινό. Ένα τρίο εμφανιζόταν μέσα σε ένα πρόγραμμα μαζί με άλλους καλλιτέχνες, ενώ η ορχήστρα ξεκινούσε από την αρχή και τελείωνε εκείνη το πρόγραμμα. Κι όχι μόνο αυτό. Εμείς ήμασταν και ορχήστρα show. Δηλαδή, στο μέσο του προγράμματος, στα μαγαζιά που παίξαμε στο εξωτερικό μετά από τη Ρόδο που ξεκινήσαμε, υπήρχε και ένα δεύτερο συγκρότημα. Εμείς, λοιπόν, αφού κάναμε την πρώτη εμφάνιση, όταν ερχόταν η ώρα του show, αλλάζαμε, βάζαμε στολές που τις είχαμε φτιάξει ειδικά εδώ στην Ελλάδα και ήταν μπλε με άσπρα σιρίτια και ζωνάρια που θύμιζαν Ελλάδα και μπουζούκι και κάναμε ένα ελληνικό πρόγραμμα. Εκείνη την εποχή δε, είχαμε την ευτυχία και την τύχη να έχει περάσει στην Ευρώπη όλο αυτό το κύμα του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Ο “Ζορμπάς” με το συρτάκι και “Τα παιδιά του Πειραιά”. Αυτό το εκμεταλλευτήκαμε στο έπακρο. Ήμασταν ορχήστρα χορού και show. Όταν πηγαίναμε σε ένα μαγαζί στην Ευρώπη, κάναμε τέτοια επιτυχία που μας έκλειναν πριν φύγουμε για την επόμενη σεζόν. Ενώ τον πρώτο καιρό ψαχνόμασταν μήνα με τον μήνα, σε λίγο καιρό είχαμε συμβόλαιο για όλο τον χρόνο. Εκείνη την εποχή κάναμε και την πρώτη συνεργασία με τη Νάνα Μούσχουρη στο “L‘ Olympia”.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τη Νάνα Μούσχουρη;
Την είχε προτείνει ο διευθυντής του “Olympia” να περάσει σαν vendette americaine anglaize που, κατά το πρωτόκολλο του θεάτρου έκλεινε το πρώτο μέρος του προγράμματος. Είχαν προτείνει, λοιπόν, στη Νάνα να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα του George Brassens που είναι περίπου σαν τον Σαββόπουλο της Ελλάδος. Για να μην είναι μόνη της, λοιπόν, η Νάνα με μια αδιάφορη ορχήστρα, μας πρότεινε να παρουσιάσουμε ένα πρόγραμμα μαζί. Ήταν η πρώτη φορά που συνεργαστήκαμε με τη Νάνα, κάνοντας επιτυχία. Από το 1962 έως το 1967 δουλεύαμε σαν “Αθηναίοι”. Το 1967 έγινε ένα επεισόδιο ανάμεσα σε μένα και σε έναν μουσικό που ήταν πάρα πολύ καλός τραγουδιστής και σαξοφονίστας, αλλά είχε μια αδυναμία. Όταν έπινε δυο ποτήρια ουίσκι, ξεσάλωνε. Ένα βράδυ τον επανέφερα στην τάξη κι αυτός ενοχλήθηκε. Την άλλη μέρα μου είπε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει μετά την ολοκλήρωση των ήδη υπογραφέντων συμβολαίων. Ψάχναμε κι εμείς για αντικαταστάτη. Η κατάσταση αυτή συνέπεσε, όμως, με ένα άλλο γεγονός. Ο Γιώργος Πετσίλας, ο σύζυγος της Νάνας που είχε φύγει δικαιολογημένα από τους “Αθηναίους” δυο τρία χρόνια πριν για να μην είναι μόνη της η Νάνα στο Παρίσι, μας πήρε τηλέφωνο λέγοντας “ή θα έρθετε εσείς ή θα έρθω εγώ”. Βρισκόταν κι αυτός σε δύσκολη κατάσταση. Κι αφού φεύγει ο Κλεάνθης, φεύγει κι ένας άλλος, ο Γρηγόρης και μένουμε πάλι εγώ, ο Κώστας, ο Γιώργος που θα ερχότανε και ο Σπύρος και κάνουμε τους καινούριους “Αθηναίους” και συνεργαζόμαστε με τη Νάνα κάνοντας το γκρουπ “Nana Mouskouri & Les Atheniens”. Μεγαλουργήσαμε, ανεβήκαμε πολλά σκαλοπάτια, κάναμε φωνητικά με τη Νάνα, παίξαμε σε όλον τον κόσμο.

Διαβάζοντας τη βιογραφία σας, είδα ότι η συνεργασία σας με τη Νάνα Μούσχουρη δεν κατέληξε αίσια.
Η συνεργασία με τη Νάνα Μούσχουρη είχε άσχημο τέλος από την πλευρά μου, γιατί εγώ κάποια στιγμή αποφάσισα για λόγους καθαρά οικογενειακούς να αποχωρήσω από το συγκρότημα. Εγώ με τη γυναίκα μου ήμασταν πολύ δεμένοι και αυτές οι χρονικές περίοδοι που ήμουν συνέχεια εκτός, δημιουργούσαν εντάσεις. Πολλές φορές την έπαιρνα μαζί μου. Εν τω μεταξύ τα παιδιά μου άρχισαν να μεγαλώνουν και πήρα την απόφαση να αποχωρήσω. Το είπα στα παιδιά των “Αθηναίων” ότι με πονάει αυτή η απόφαση, γιατί ήμασταν μαζί 18 χρόνια. Η Νάνα το πήρε στραβά, ότι την πρόδωσα. Της εξήγησα τον λόγο και μου είπε “θέλεις παραπάνω λεφτά;”. Μου έκανε κάτι τέτοιες “ανήθικες” προτάσεις. Της λέω “κοίταξε Νανά, εγώ κάνω όλη τη δουλειά της ορχήστρας, κάνω τις ενορχηστρώσεις. Δεν έβαλα ποτέ το όνομά μου που θα μπορούσα να το βάλω. Και μου προτείνεις τώρα να μου δίνεις περισσότερα λεφτά και μάλιστα να μην το ξέρουν και οι άλλοι;”. Μου είπε και άλλα τέτοια πράγματα, προσπαθώντας να με κρατήσει με νύχια και με δόντια. Και δεν έφτανε αυτό. Προχώρησε και παρακάτω. Είχα μια πολύ καλή πρόταση να έρθω να αναλάβω τη Philips. Εκείνη είχε συμβόλαιο με τη Philips, αλλά τόσο πολύ την πόνεσε το θέμα μου, τόσο πολύ ήθελε να με εκδικηθεί, που είπε ότι “εγώ, αν είναι ο Παπαθεοδώρου εκεί, θα υπογράψω συμβόλαιο για όλο τον κόσμο με τη Philips, αλλά με της Ελλάδας όχι”. Και υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia όπου έκανε έναν δίσκο με τον Ξαρχάκο, το “Σπίτι μου σπιτάκι μου”. Πέντε χρόνια της ζωής μου τα ξόδεψα για να κάνω τη Νάνα βεντέτα. Η Νάνα μέχρι που πήγαμε εκεί δεν ήταν βεντέτα. Ήταν μια χρυσή μετριότητα.

Έχετε ξαναμιλήσει από τότε;
Ξαναμιλήσαμε. Μάλιστα, μια φορά βρεθήκαμε σε μια ηχογράφηση που έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μια άλλη φορά πάλι είχε έρθει στην Polygram από όπου είχα ήδη φύγει εγώ και είχαμε βρεθεί σε μια δεξίωση στο Interconτinental.

Ας αλλάξουμε κλίμα και ας πάμε στη Μαρινέλλα. Είναι διάχυτος ο θαυμασμός σας για αυτήν την ερμηνεύτρια σε όλη σας τη βιογραφία. Σε ένα σημείο, αναφέρετε ότι στο Ζουμ της Πλάκας με τον Χατζή ο κόσμος δεν χωρούσε και το γεγονός αυτό είχε ως κατάληξη να γεμίζει και το απέναντι μαγαζί, ο Ζυγός με τη Μοσχολιού. Στα μάτια του κόσμου, ποια ήταν η πιο “μεγάλη” ερμηνεύτρια;
Η Μοσχολιού ήταν μια πάρα πολύ ωραία, εξαιρετική τραγουδίστρια, με πολύ καλή φωνή. Η Μαρινέλλα, όμως, είναι μια show woman. Ό,τικ και να τραγουδήσει αυτή η κοπέλα, μα είναι λαϊκό, μα είναι ρεμπέτικο, μα είναι δημοτικό, μα είναι μοντέρνο, θα το πει με έναν μοναδικό τρόπο. Εκτός αυτού, έχει και μια σκηνική παρουσία που είναι απίστευτη.



Έχετε συνεργαστεί με πολλά και μεγάλα ονόματα τραγουδιστών που δεν έχει νόημα να αναφέρουμε, αφού τα περιγράφετε αναλυτικά στη βιογραφία σας. Θα σταθώ στον Δημήτρη Κοντολάζο. Αναφέρετε ότι είχε τη δουλειά του σε δεύτερη μοίρα και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο όνομα, δυστυχώς, δεν έγινε.
Ο Κοντολάζος είναι εξαιρετικός καλλιτέχνης. Έκανε, όμως, κακή διαχείρηση της δημοτικότητάς, του ταλέντου και των προσόντων του. Από τη μια μεριά έβλεπες έναν τραγουδιστή που έβγαινε και έσκιζε κυριολεκτικά και από την άλλη μεριά στην προσωπική του ζωή, τον ενδιέφεραν τα μότο κρος, τα σκάφη. Του έλεγα “μην το κάνεις αυτό”, αλλά είχε μπλέξει με έναν που είχε ένα μαγαζί στη Συγγρού (δε θυμάμαι το όνομά του) και κοιτούσαν ποιος θα πάρει το πιο γρήγορο μέσο. Κρίμα, γιατί για μένα ο Κοντολάζος, την εποχή εκείνη, ήταν ο καλύτερος τραγουδιστής από όλους τους άλλους και δεν μπόρεσε να αξιολογήσει αυτό το ταλέντο του. Όταν τον πήρα, από μια μικρή εταιρία που ήταν πουλούσε 15.000 δίσκους και κάθε του δίσκος μετά, περνούσε τις 50.000 δίσκων. Αρχικά με το “Εγώ δεν ήμουνα αλήτης” και μετά με τα υπόλοιπα των Μουσαφίρη και Καρβέλα. Μετά έφυγα από την Polygram και ανέλαβα τη διεύθυνση στην EMI. Έμεινε μόνος του με άλλον παραγωγό και από εκεί και πέρα ξεκίνησε η decadence.

Υπάρχουν αντίστοιχες ή αντίστροφες περιπτώσεις καλλιτεχνών που είχαν ταλέντο και που για άλλους λόγους δεν προχώρησαν;
Όσοι τραγουδιστές ή τραγουδίστριες είχα την υπευθυνότητά τους, όλοι έκαναν καριέρα. Ακόμα και οι αντιπρόσωποι του ελαφρού τραγουδιού, όπως ο Πασχάλης, η Μπέσυ Αργυράκη, η Ελπίδα ή στο λαϊκό η Δούκισσα, ο Μητροπάνος, έκαναν όλοι μεγάλη καριέρα. Ο Μητροπάνος μέχρι τότε δεν είχε κάνει και μεγάλα πράγματα. Κάναμε τον “Άγιο Φεβρουάριο” και “Ο δρόμος για τα Κύθηρα” και έγινε χαμός. Και ο Καλογιάννης ήταν ειδική περίπτωση, αλλά τα έκανε μούσκεμα στο τέλος. Εγώ δινόμουν πάρα πολύ στους καλλιτέχνες, γι αυτό και κανένας δε διαμαρτυρήθηκε λέγοντάς μου ότι έκανα περισσότερα για κάποιον άλλο. Όταν έκανα παραγωγή για κάποιον τραγουδιστή, ήμουν αφοσιωμένος σε αυτόν τον τραγουδιστή. Κι επειδή με τη Μαρινέλλα έτυχε να κάνω και άλλου είδους συνεργασίες, το ενδιαφέρον μου για τους άλλους τραγουδιστές ήταν ακόμα πιο μεγάλο για να μη τους δώσω το δικαίωμα να πουν ότι την ξεχώριζα. Με όλους έκανα επιτυχία, προς όφελός τους, φυσικά.

Με τον Καλογιάννη τί είχε γίνει ακριβώς;
Ο Καλογιάννης την Μαρινέλλα την είχε θεά και το όνειρό του ήταν να συνεργαστεί μαζί της, αλλά δεν ήξερε πώς θα το κάνει αυτό. Μου έλεγε κάθε τόσο “πώς θα γίνει να συνεργαστώ με τη Μαρινέλλα;”. Εγώ επειδή έκανα όλα τα προγράμματά της, της έλεγα “να πάρουμε τον Καλογιάννη”. Αυτή δεν τον πήγαινε καθόλου τον Καλογιάννη. Οπότε, της είπα “θα τον πάρουμε στη Θεσσαλονίκη για 15 μέρες και αν μας κάνει, τον κρατάμε”. Έλα, όμως, που τακιμιάσανε! Η Μαρινέλλα πηγαίνει στο μαγαζί δυο ώρες πριν αρχίσει το πρόγραμμα. Το ίδιο κι αυτός! Και το ίδιο μετά το τέλος της δουλειάς, οπότε με τις κουβέντες, βρήκε τον άνθρωπό της. Από τη Θεσσαλονίκη πήγαμε στο “Ζουμ”, όπου κάναμε και δεύτερη σεζόν. Θυμάμαι, όταν ξεκινήσαμε στο “Ζουμ”, βγαίνει ο Καλογιάννης και πέφτει το μαγαζί! Ανεβαίνει η Μαρινέλλα που τον έβλεπε από τις κουίντες και ξεπετάει αυτά τα 200.000 volt που έχει μέσα της όταν έχει συναγωνισμό. Σε πέντε λεπτά είχαμε ξεχάσει τον Καλογιάννη! Μετά πήγαμε στη “Νεράιδα”.

Τί συνέβει στη “Νεράιδα;”
Ο Καλογιάννης ήταν τραγουδιστής της μπουάτ. Εκεί ξεσήκωνε τον κόσμο. Δεν περνούσε, όμως, στη “Νεράιδα”. Πού να περάσει σε αυτούς τους κλεισοπόρτιδες με τα τραγούδια αυτά που έλεγε…. Κάθε μέρα γκρίνια. Μια γκρίνιαζε με τον ηχολήπτη, μια με τον φωτιστή, μια με μένα. Κάθε φορά πήγαινα στο καμαρίνι για να τον μαλακώσω. Του έλεγα “άλλος κόσμος είναι εδώ”. Με τον Αντώνη κάναμε και πολύ παρέα, βγαίναμε έξω, ήταν πολύ καλός συζητητής. Μια μέρα που ήταν πολύ τσαντισμένος, μπαίνω στο καμαρίνι και μου λέει “να βγεις έξω από το καμαρίνι μου εσύ, γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος”. Του λέω “θα βγω από το καμαρίνι σου, θα βγω από τη δισκογραφία σου και θα βγω κι απ’ τη ζωή σου”. Κι από εκείνη την ημέρα, έβαλα την κόκκινη γραμμή και δεν του ξαναμίλησα. Πήγα αμέσως στον διευθυντή της Polygram, τον Αντίππα και του είπα ότι ο Καλογιάννης φεύγει από μένα. Με ανθρώπους που τους έχω βοηθήσει και μου συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορώ να συνεργαστώ. Από εκεί και πέρα και ο Καλογιάννης, πήρε την κατιούσα. Ο παραγωγός είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο στη δισκογραφία. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν παραγωγοί πια και δυστυχώς, δεν υπάρχει και δισκογραφία πια. Εγώ πρόλαβα, είμαι ευτυχής. Κουβεντιάζω με συναδέλφους παραγωγούς, όπως τον Νίκο Καραγιάννη και τον Γιάννη Δουλάμη και λέμε πόσο τυχεροί ήμασταν που ζήσαμε τις δεκαετίες του ‘70, του ‘80 και του ‘90.

Τί χρειάζεται η εποχή μας όπου η η δισκογραφία ψυχορραγεί; Θα μπορούσε ένας νέος “Παπαθεοδώρου” να σώσει την κατάσταση ή χρειάζονται και άλλες συνιστώσες;
Είναι πολύ δύσκολη απάντηση αυτή, διότι δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο. Είναι παγκόσμιο. Το ίντερνετ έχει κάνει το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσε να κάνει στη δισκογραφία. Τώρα, όλες οι δουλειές που γίνονται, βγαίνουν στο facebook και στο YouTube. Από εκεί ξεκινούν οι πωλήσεις. Έχουν κλείσει όλα τα μαγαζιά, δεν υπάρχουν δισκοπωλεία πια. Με την ευκαιρία, να σας πω ότι άρχισε πάλι να αναδύεται το βινύλιο και αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο δείγμα. Οπότε, ένας τραγουδιστής βγάζει ένα κομμάτι που το έχει φτιάξει στο σπίτι του με ένα μικρόφωνο, τα πλήκτρα και τους ήχους που κατεβάζει από οποιοδήποτε όργανο θέλει, γίνεται μια υποτυπώδης ενορχήστρωση και το ανεβάζει στο YouTube. Ανάλογα με τα views που έχει κάθε κομμάτι, αξιολογείται και παίρνει κάποια αστεία λεφτά. Αν εξαιρέσουμε κάποιους τραγουδιστές που είναι επώνυμοι, όπως ο Ρέμος, ο Αργυρός ή ο Οικονομόπουλος όταν κυκλοφορήσουν ένα cd έχουν μια κίνηση.

Αν γύριζε ο χρόνος πίσω και ξεκινούσατε τώρα, με τη σημερινή κατάσταση, θα αναλαμβάνατε την παραγωγή σε μια δισκογραφική εταιρία;
Απλούστατα δεν θα την αναλάμβανα. Αν βάλετε κάτω τα δεδομένα και πείτε τί μπορώ να κάνω με αυτή τη βάση, θα δείτε ότι δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα, ιδίως με την δική μου εμπειρία.

Με τις δικές σας εκδόσεις, τις εκδόσεις Arco τί γίνεται;
Εκεί υπάρχει μια απότομη πτώση από το 100% στο 5% με 10%. Το 2007 που ήταν η καλύτερη χρονιά των εκδόσεων, είχα κάνει έναν τζίρο γύρω στις 100.000 και τα τελευταία δύο – τρία χρόνια, κυμαίνομαι μεταξύ 5.000 και 6.000. Κι αν δεν είχα τα βιβλία που έχουν σχέση με το μπουζούκι και ειδικά με το τρίχορδο, θα έπρεπε να την κλείσω την εταιρία. Το ρεπερτόριο δεν πουλάει. Έβγαζα γύρω στα δέκα με δώδεκα βιβλία ρεπερτορίου τον χρόνο και η τελευταία έκδοση έγινε πριν από περίπου δέκα χρόνια.

Τί τίτλο θα δίνατε στην πορεία σας; Είτε από τραγούδι είτε από ποίημα είτε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Να σας πω την αλήθεια, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Παραφράζοντας τον Προυστ, θα πω “Αναζητώντας το τέλειο”. Αυτό προσπαθούσα σε όλη μου τη ζωή...



24/6/19

Angelika Dusk & Ίαν Στρατής: «Είμαστε και οι δύο ροκάκια»




Την επόμενη Τρίτη 2 Ιουλίου, ο κήπος του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών θα πλημμυρίσει από ήχους και αναμνήσεις περασμένων δεκαετιών. Η Angelika Dusk και ο Ίαν Στρατής θα παρουσιάσουν το πρόγραμμα με τίτλο “I need a hero”, το οποίο θα περιλαμβάνει “ηρωικά” τραγούδια του ελληνικού και του ξένου ρεπερτορίου από τις δεκαετίες του ‘80, του ‘90, αλλά και ακόμα πιο παλιές. Κάπως έτσι οι Beatles θα συναντηθούν με τη Δήμητρα Γαλάνη και ο Justin Timberlake με τα Ξύλινα Σπαθιά. Οι δύο καλλιτέχνες μίλησαν στο Όγδοο για αυτή τους την εμφάνιση, απαντώντας σε ερωτήσεις τόσο πραγματικές όσο και φανταστικές...


Πώς προέκυψε η συνεργασία σας;
IAN: Γνωριστήκαμε στο μιούζικαλ HAIR, ταιριάξαμε, ξανασυνεργαστήκαμε στο περσινό live “Summer in the city” πάλι στον Κήπο του Μεγάρου και με άλλους guest, στο Rock n Roll και είπαμε να κάνουμε μια καλοκαιρινή συναυλία διαλέγοντας τραγούδια που γουστάρουμε.
ANG: Είμαστε και οι δύο ροκάκια, μας αρέσει το ίδιο στυλ μουσικής. Είμαστε κατενθουσιασμένοι που για τη συγκεκριμένη παράσταση διαλέξαμε τα τραγούδια που αγαπάμε από την εφηβική μας ηλικία. Στις πρόβες περνάμε πολύ καλά, παρέα με όλη τη μπάντα.

Η παράστασή σας λέγεται"I need a hero". Ποιος είναι ο ήρωας του καθενός σας και γιατί;
ANG. Για μένα δεν υπάρχει ένας ήρωας. Θα αποκαλούσα «ηρωική» τη μουσική των 80ς, γιατί με αγγίζει όσο καμία άλλη περίοδος, ίσως γιατί είναι συνυφασμένη με την παιδική μου ηλικία και γλυκές αναμνήσεις. Οι ατελείωτες ώρες που περάσαμε με τον Ιαν και τους μουσικούς ανασύροντας παλιά CD, ήταν το πιο ωραίο κομμάτι της προετοιμασίας. Ακούγαμε Rolling stones, Phil Collins, George Michael και λέγαμε «ρε δεν γίνεται να διαλέξουμε μόνο ένα τους τραγούδι!»…
ΙAN: O David Coverdale των Whitesnake, γιατί μου έμαθε να τραγουδάω όταν προσπαθούσα να τον μιμηθώ.

Αν σας έλεγαν ότι στη συναυλία σας θα μπορούσε να συμμετέχει ένας πολύ αγαπημένος σας μουσικός που δε ζει πια, ποιος θα ήταν αυτός και πώς θα λειτουργούσατε μαζί του στη σκηνή;
ΑNG: Κοίτα αν είναι κάποιος που δε ζει, θα πω τον BB King, γιατί μόλις ακούω blues παθαίνω κάτι, λες και είμαι Αμερικανάκι. Αλλά θα ήθελα τη Florence Welsh που ζει, όπου απλά θα έμενα με το στόμα ανοιχτό πάνω στη σκηνή.
ΙAN: O Michael Jackson για να χορεύω μαζί του.

Το πρόγραμμά σας περιλαμβάνει τραγούδια που -λίγο πολύ- όλοι έχουμε ακούσει, τουλάχιστον στα εφηβικά μας χρόνια. Πιστεύετε ότι στην εποχή μας γράφονται τραγούδια σαν κι αυτά; Τραγούδια για τα οποία θα μιλάμε κάποιες δεκαετίες μετά;
ΑNG. Όχι. Επικά τραγούδια σαν των Beatles, των Queen, του Michael Jackson, δε νομίζω. Αλλά, σίγουρα υπάρχει εξαιρετική μουσική σήμερα, απλώς πιστεύω ότι δεν είναι μουσική που μπορείς να ακούς τα επόμενα 30 χρόνια χωρίς να τη βαριέσαι.
ΙAN: Όχι, άλλα σίγουρα υπάρχουν ποιοτικά κομμάτια που δε βγαίνουν στην επιφάνεια και πρέπει να ψάξεις για να τα βρεις, οπότε έχω πίστη ακόμα!

Θα μπορούσατε να ξεχωρίσετε τρεις στιγμές από τη λίστα τραγουδιών της συναυλίας σας και να τις αναφέρετε;
IAN: Το “Freedom” του George Michael, γιατί τραγουδάμε όλοι μαζί σαν χορωδία, το “Living on a prayer” των Bon Jovi, γιατί είναι και για τους δυο μας κομμάτι που ακούγαμε στο αυτοκίνητο τραγουδώντας – ή μάλλον ουρλιάζοντας με όση φωνή είχαμε...
ΑNG: Και το “Africa” των Toto, γιατί είναι υπερ-κομματάρα από υπέρ-μπαντάρα.