Ο Αντώνης Μιτζέλος ανήκει αδιαμφισβήτητα στην κατηγορία εκείνων των
καλλιτεχνών που έχουν πλήρη γνώση των δυνατοτήτων και των λεγόμενών τους. Από
την εποχή που, μαζί με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα έφτιαξαν τους «Τερμίτες» μέχρι
και σήμερα, έχει κάνει βήματα συνεχώς ανοδικά και μάλιστα, προς κατευθύνσεις
που κανείς άλλος δεν έχει τολμήσει. Έχει γράψει μουσική για άλλους μεγάλους
καλλιτέχνες (π.χ. Αρβανιτάκη, Κότσιρα, Πρωτοψάλτη, Ζουγανέλη), ενώ παράλληλα
κάνει συναυλίες εντός και εκτός συνόρων παρέα με τους μουσικούς του και τη
μεγάλη του αγάπη, την «Κιθαρωδία». Η κουβέντα μας θα μπορούσε να έχει τον τίτλο
«επιμορφωτικό σεμινάριο γύρω από την αρχαία ελληνική μουσική», αλλά εν τέλει,
δεν είναι μόνο αυτό. Είναι πολλά παραπάνω και σίγουρα, αν δεν υπήρχε ο παράγοντας
«χρονική πίεση», θα ήταν πολλά περισσότερα.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την
αρχή. Το 1979 ξεκινάει το ταξίδι σου μαζί με τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Τι
στόχους έχετε τότε και κατά πόσο υλοποιήθηκαν;
Όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, κάποιοι στόχοι υλοποιήθηκαν. Οι στόχοι
αρχικά ήταν να παίξουμε τη μουσική μας. Θέλαμε να φτιάξουμε ένα ροκ συγκρότημα
όπως ήταν αυτά με τα οποία είχαμε μεγαλώσει. Θέλαμε να αλλάξουμε το παγκόσμιο
μουσικό κατεστημένο, φτιάχνοντας όχι απλά τη δική μας μουσική, αλλά και ένα νέο
είδος, το οποίο έλειπε από την παγκόσμια σύγχρονη μουσική, το οποίο προέκυψε με
το άλμπουμ «Armageddon»
που είναι ένα progressive, βυζαντινό ροκ. Το κάναμε με τις ελάχιστες συνθήκες, αφού σε δύο μέρες
είχε τελειώσει ολόκληρο το άλμπουμ. Παιδευτήκαμε πολύ στο να κυκλοφορήσει,
έγινε ένα πολύ μεγάλο ταξίδι στην Ευρώπη ψάχνοντας δισκογραφικές εταιρίες.
Επιστρέψαμε εδώ και μαζί με τον Γιάννη Πετρίδη που τότε ήταν διευθυντής στην Polygram, υπογράψαμε και κυκλοφόρησε αυτό το demo που είχαμε κάνει. Έχει νομίζω το μεγαλύτερο
αρνητικό ρεκόρ στη χώρα ως ο δίσκος που πούλησε τα λιγότερα αντίτυπα. Βγήκε σε
μια πολύ δύσκολη εποχή για τη δισκογραφία της Ελλάδας, αφού δεν υπήρχε τίποτα.
Η προηγούμενη γενιά είχε σχεδόν εγκαταλείψει και όλη αυτή τη δεκαετία τα δύο
συγκροτήματα που υπήρχαν ήταν οι «Τερμίτες» και οι «Φατμέ». Μετά ήρθαν κι άλλοι
άνθρωποι, όπως οι Κατσιμίχες που έκαναν πολύ καλές δουλειές και κάπως έτσι
δημιουργήθηκε αυτό που λέμε «σύγχρονο ελληνικό τραγούδι». Ο δίσκος πήρε τις χειρότερες
κριτικές και τον εγκαταλείψαμε. Μείναμε στο ελληνικό τραγούδι και δε μας πήγε
καθόλου άσχημα. Δυστυχώς ή ευτυχώς, το «Armageddon» δούλεψε υποχθόνια και μόνο του. Είναι από
τις ελάχιστες παραγωγές που ξέφυγαν από τα σύνορα της χώρας. Ξεκίνησε στη Γερμανία
όπου το αγόρασε μια εταιρία χωρίς να το ξέρουμε εμείς. Μετά αγοράστηκε από μια
εταιρία στο Λος Άντζελες, κυκλοφόρησε, το αγόρασε ξανά η Polygram, είχε παγκόσμια κυκλοφορία, με αποτέλεσμα να
έχει ανθρώπους που το αγάπησαν σε όλον τον πλανήτη. Προσωπικά, αισθάνομαι ότι,
επειδή έχει κλείσει αυτός ο κύκλος, όπως και ο δεύτερος στην καριέρα μου αφού
τώρα βρίσκομαι στον τρίτο, ότι έχω μια μεγάλη τάση στο να επιστρέψω εκεί με
κάποια καινούρια έργα τα οποία γράφω και προσδοκώ ανάσταση συνθετικού ιδιώματος.
Ο δεύτερος κύκλος της
συνθετικής σου πλευράς ποιος ήταν;
Ο δεύτερος κύκλος ήταν η μετά των Τερμιτών τραγουδοποιΐα μου, που
ασχολήθηκα πλέον καθαρά ως συνθέτης με τα τραγούδια που έκανα για όλους αυτούς
τους τραγουδιστές που έχω συνεργαστεί, οι οποίοι έπρεπε να είναι πρώτα
συνεργάτες και φίλοι και μετά να τους δώσω τραγούδια. Δεν υπήρξα ποτέ ο
συνθέτης της δισκογραφικής. Έχω εκδώσει ελάχιστα τραγούδια, αλλά ήμουν τυχερός
και όλα πήγαν καλά, αφού πέρασαν στον κόσμο και έμειναν, δίνοντάς μου να τα
παίζω μέχρι σήμερα.
Θα ήθελες να γράψεις λαϊκά
τραγούδια;
Το έχω ως απωθημένο αυτό. Θα ήθελα να γράψω λαϊκά, αλλά δε μου
βγαίνουν, ίσως επειδή δεν μπορώ να γράψω κατά παραγγελία. Υπάρχουν, βέβαια, στο
συρτάρι καμιά δεκαριά τραγούδια, τα οποία έχουν ένα χρώμα πιο ελληνικό, δηλαδή
από αρχαιοελληνικό ως δημοτικό, με μία σύγχρονη ενορχηστρωτική τάση. Θέλω να
βρω τους κατάλληλους ανθρώπους για να τα πουν, αλλά επειδή οι μελωδίες είναι
μοριακές, θα προτιμήσω ανθρώπους που τραγουδούν ή δημοτικά ή λαϊκά, για να
είναι πιο κοντά σε αυτό που θέλω να εκφράσω. Το ότι δε γράφω, δε σημαίνει ότι
δεν ακούω κιόλας. Ειδικά, θεωρώ ότι τα τοπικά ιδιώματα είναι μεγάλη προίκα. Κι
έχουμε και το μοναδικό προνόμιο στον πλανήτη γη ότι περίπου κάθε 150 χιλιόμετρα
έχουμε διαφορετικό είδος μουσικής.
Και το ένα είδος συμπληρώνει το
άλλο.
Βεβαίως! Συμπληρώνει την εικόνα του σύμπαντος. Αν ξέρεις και τα δώδεκα
ελληνικά είδη, έχεις μια πλήρη προσωπικότητα. Είναι ένα σύστημα σοφά δομημένο,
όχι, όμως, από κάποιον σοφό, αλλά από τον ίδιο το λαό και την ίδια τη χώρα.
Είναι μια τέτοιου είδους πολιτιστική μείξη, η οποία έχει να κάνει κυρίως με την
ενέργεια που βγαίνει από τον κάθε τόπο.
Διαβάζω στο βιογραφικό σου ότι έχεις
συμμετάσχει σε περισσότερες από 2.500 συναυλίες. Αν θα μπορούσες να ξεχωρίσεις
τρεις από αυτές, ποιες θα ήταν και γιατί;
Συγκλονιστική ήταν η επανένωση των Τερμιτών. Ήταν μια ιδέα που είχα και
υλοποίησα στο Σ.Ε.Φ. το 1997. Ήταν πολύ μεγάλη νίκη για μένα όλο αυτό το
πράγμα, γιατί είχαμε διαλύσει τότε τους Τερμίτες για πάρα πολλούς λόγους, αλλά
είχα μείνει με το απωθημένο ότι δεν αναγνωριστήκαμε ποτέ όσο θα θέλαμε όσο
ήμασταν ενεργοί. Αγωνιστήκαμε από το μηδέν ώστε να παίζουμε μόνο για τον
περιπτερά και την κόρη του που λέει ο λόγος μέχρι να γεμίσουμε στάδια. Έγινε
από μόνο του, δε μας βοήθησε ποτέ κανείς, δεν είχαμε πλάτες ή προβολή. Ήταν σαν
ένα λαϊκό κίνημα. Είμαι ακόμα πολύ υπερήφανος που το κάναμε αυτό. Όμως,
διαλύσαμε πάνω στην καλύτερη στιγμή μας. Σκέψου ότι ο τελευταίος δίσκος που δεν
τον παίξαμε ποτέ ζωντανά ως Τερμίτες, το «Περιμένοντας στη βροχή» είχε μέσα το
«Πόσο σε θέλω», τη «Βασίλισσα της σιωπής», τη «Θεά του σκοταδιού». Επίσης, μια
συγκλονιστική συναυλία μου προέκυψε πρόσφατα, μια εβδομάδα πριν τη συναυλία των
Τερμιτών που κάναμε στο Ηρώδειο – η οποία ομολογώ ότι δε μου άφησε καλή γεύση-.
Λόγω του χώρου; Λόγω του
κλίματος;
Ο χώρος είναι ιερός και δεν το συζητάω. Ίσως να ‘ναι μέσα στα σπουδαιότερα
θέατρα του πλανήτη Γη. Παρ’ όλα αυτά, αισθάνθηκα ότι οι Τερμίτες δεν είχαν
καμιά δουλειά στο Ηρώδειο, γιατί οι Τερμίτες ήταν αντί του συστήματος,
αντισυστημικοί. Είναι οι άνθρωποι της πρωτοπορίας, οι φτωχοί άνθρωποι που
παράγουν υψηλό πολιτισμό αδιαφορώντας πλήρως για το χρήμα. Ήταν αταίριαστες
ενέργειες. Επίσης, ξεκινήσαμε να κάνουμε το «Armageddon» για να λύσουμε το παιδικό μας απωθημένο.
Τελικά έγινε πολύ λίγο και εν μέρει «Armagedoon», γιατί σε αυτή τη συναυλία παίχτηκε τελικά πολύ μεγάλος όγκος από τα
μετέπειτα τραγούδια, γιατί αυτά ζητούσε ο κόσμος. Για να επιστρέψουμε, όμως,
στη δεύτερη αξέχαστη συναυλία, να σου πω ότι μια εβδομάδα πριν, έπαιξα στην
ίδια γειτονιά, ένα απογευματόβραδο στη δύση του ηλίου ακριβώς, μαζί με δύο βασικούς μου συνεργάτες μουσικούς
από τη λεγόμενη σχολή της «Κιθαρωδίας» τον κλασικό κιθαρίστα Μιχάλη Μπρούζο και
τη βιολονίστα κυρία Τεπελένα, κάνοντας μια μυστική συναυλία στον λόφο του
Φιλοπάππου, σε ένα εξαιρετικό σημείο που έχει οριοθετήσει ο κύριος Πικιώνης,
στον λόφο των Μουσών. Εκεί, λοιπόν, υπήρχε ένα σπήλαιο, όπου λέει η μυθολογία
μας ότι κατοικούσαν οι τρεις Μούσες, οι οποίες έλεγαν τη μετάβαση του
ανθρωπίνου εγκεφάλου από μια ζωώδη κατάσταση σε μία ανθρώπινη κατάσταση,
δημιουργώντας και μεταφέροντας επί της ουσίας το συνειδητό και τον λόγο.
Θέλησα, λοιπόν, να πάω να παίξω εκεί. Ο λόφος αυτός από την αρχαιότητα έχει
σφραγισμένη είσοδο. Το πάλευα χρόνια, δε μας έδιναν την άδεια, γιατί θεωρείται
τόπος ιδιαίτερης βαρύτητας και ενεργειακής σημασίας. Ομολογώ ότι μετά από μια
σειρά συναυλιών σε διάφορους μη αναγνωρισμένους αρχαιολογικούς χώρους, έφθασε η
ιστορία να εμπιστευθούν ότι αυτό που κάνουμε δεν προσβάλει ούτε τον τόπο ούτε
την ιστορία και μας είπαν το ναι. Κάναμε, λοιπόν, μία συναυλία με ακουστικές,
κλασικές κιθάρες, χωρίς ηχητικά, χωρίς ρεύμα, μόνο με μία λάμπα θυέλλης. Μέσα στη
νύχτα, σιγά σιγά, γέμισε το βουνό κόσμο. Αυτό δεν το έχω ξαναδεί. Κάνεις
διαφήμιση στην τηλεόραση, κάνεις αγώνα για να γεμίσεις το Ηρώδειο, δίνεις του
κόσμου τα εκατομμύρια για να παρουσιάσεις το τόσο σημαντικό έργο σου και μια
εβδομάδα πριν κάνεις μια συναυλία απέναντι στο βουνό που διαφημίζεται από στόμα
σε στόμα και βλέπεις ένα γεμάτο βουνό από ανθρώπους που διψούν για αυτό το
είδος μουσικής, που κατανοούν τι είναι αυτό που πράττεις και γιατί το πράττεις
εκεί. Αυτό είναι η μεγαλύτερη ελπίδα και γι’ αυτό την ξεχωρίζω αυτή τη
συναυλία. Εκεί παίξαμε δικά μου έργα, αλλά διανθισμένη με συνθέσεις άλλων.
Εκεί τι κομμάτια παίξατε;
Παίξαμε κάποια ψήγματα μουσικής που έχουμε από τον Ευριπίδη που ήταν
πολύ μεγάλος μουσικός και στα οποία έκανα μια ανάπλαση, μια σύνθεση του
Πινδάρου, κάποιες συνθέσεις από την παγκόσμια κιθάρα, όπως είναι του Πάκο ντε
Λουτσία. Κράτησε μία ώρα και δέκα λεπτά και τη θεωρώ από τις σπουδαιότερες και
λειτουργικότερες συναυλίες που έχω κάνει στη ζωή μου μαζί με αυτή των Τερμιτών.
Επίσης, θυμάμαι την πρώτη μεγάλη συναυλία που είχα κάνει το 2001 σαν Αντώνης
στον Λυκαβηττό. Είχα κάνει τότε γενέθλια,
γινόμουν σαράντα χρονών κι επειδή δούλευα ασταμάτητα, δεν είχα προλάβει ποτέ
στη ζωή μου να κάνω γενέθλια.
Πάμε στην «Κιθαρωδία» και την
ιστορία της.
Η «Κιθαρωδία» είναι ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή μου. Είναι ένα
πολύπλευρο project που αναπτύσσεται
συνεχώς. Ξεκίνησε ως κιθαριστικό ντουέτο με τη λογική ότι προσπαθούμε να αναπλάσουμε
όλες τις θεωρητικές γνώσεις τις οποίες έχω αποκομίσει μετά από έρευνα 25 χρόνων
σε σχέση με την ελληνική μουσική, με κέντρο την αρχαία ελληνική μουσική,
προσπαθώντας να γίνει πρακτική εφαρμογή, με αληθινό κοινό, με αληθινή μουσική,
να μην είναι δηλαδή ένα θεωρητικό πράγμα. Η «Κιθαρωδία» είναι μια μουσική
επανάσταση που έγινε αρκετά χρόνια προ Χριστού. Ξεκίνησε από τις Μυκήνες, από
το Άργος, από το Ναύπλιο και έχει απλωθεί βέβαια σήμερα στα πέρατα του πλανήτη. Είναι, όμως, μια πολύ μεγάλη
μουσική επανάσταση. Η επόμενη ήταν το rock & roll
και το ρεμπέτικο. Εκείνη την εποχή, οι ραψωδοί είχαν αναλάβει τη μουσική
δόνηση, οι οποίοι έψαλαν τις γνωστές ραψωδίες, κυρίως του Ομήρου, με
επαναλαμβανόμενα μουσικά μοτίβα. Για να το κάνω πιο λιανό, είναι σαν την
Κρητική μαντινάδα, σαν τον «Ερωτόκριτο» όπου είναι πάντα το ίδιο
επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Το μοτίβο έχει μεγάλη δύναμη, γι’ αυτό και το
χρησιμοποιούσαν τότε οι άνθρωποι. Όμως, δεν προχωράει ο μουσικός πολιτισμός με
το μοτίβο, θέλει άλλου είδους έρευνα, την οποία και κάνανε τότε. Οι πρώτοι,
λοιπόν, άνθρωποι, οι οποίοι άσκησαν την «υψιλήν κιθάρισιν», δηλαδή το να είναι
δεξιοτέχνες πάνω στην κιθάρα, παίρνοντας τον λόγο μεταπλάθοντάς τον σε
μαθηματικά, κάνοντας τη σύνδεση πλέον με μαθηματικό τρόπο στη μουσική.
Φτιάχνουν, λοιπόν, την εξέλιξη του βασικού κώδικα που διέπει τη ζωή, κάτι σαν
το dna δηλαδή. Όλο αυτό το
πράγμα με την «Κιθαρωδία» εξελίσσεται, διότι, γράφουν αυτοί για πρώτη φορά και
τον στίχο και τη μουσική κι έτσι, λοιπόν, βγαίνουν, αναπτύσσονται και επικρατούν
στην Αρχαία Ελλάδα. Παίζουν σε όλους τους αγώνες, κερδίζουν όλους τους αγώνες,
γίνονται διάσημοι και φτάνουν στο σημείο να γεμίζουν αυτά τα πολύ μεγάλα αρχαία
θέατρα, παρουσιάζοντας κάθε φορά τη δουλειά τους, βγαίνοντας αρχικά με μία
κιθάρα και στη συνέχεια και με άλλα όργανα. Μετά η εξέλιξη της «Κιθαρωδίας»
έγινε σαν ένα θέμα που είχε αρχή, μέση και τέλος. Είχε δηλαδή την εισαγωγή, το
θέμα, το αντίθεμα και το φινάλε όπως λέμε σήμερα. Δημιουργήθηκε ένα τυπικόν, το
οποίο έπρεπε να ακολουθηθεί κι εκεί μέσα υπήρχε η ελευθερία του αυτοσχεδιασμού.
Εξελίχθηκαν όλα αυτά τα πράγματα, αναπτύχθηκαν, το είδε ο ένας με τον άλλον,
όπως και οι διπλανοί λαοί, μέχρι που χάθηκε το νόημα κι ετάχθη στις λαϊκές
μουσικές.
Παγκοσμιοποιήθηκε δηλαδή.
Ναι, ακριβώς. Χάθηκε η ουσία του ότι υπάρχει ένας άνθρωπος, ο οποίος
γράφει τη μουσική, γράφει τον στίχο, το τραγουδάει, αλλά αυτό που κάνει το
κάνει εξαιρετικά. Φτάνω, λοιπόν, τώρα εγώ να μεγαλώσω στη δεκαετία του ’70 ως
έφηβος σε μια χώρα όπου η μουσική παιδεία είναι ανύπαρκτη, δεν έχουμε ιδέα για
το τι είναι ελληνική μουσική. Νομίζουμε ότι ελληνική μουσική είναι ο Χατζιδάκις
και ο Θεοδωράκης ενώ δεν είναι αυτό. Είναι οι θεοί μου, το φως μου, αυτοί οι
άνθρωποι, αλλά δεν είναι αυτό ελληνική μουσική, είναι ένα τμήμα της. Στα χρόνια
τους είναι αυτοί, αλλά πριν από αυτούς προηγήθηκαν 10000 χρόνια, άρα 10000 σαν
κι αυτούς. Γιατί δεν μου τους δίδαξε κάποιος; Κάποιος μου στέρησε αυτήν την
πληροφορία και κάποιος στέρησε την αιωνιότητα από αυτούς τους ανθρώπους. Δεν
αποδέχομαι ότι δεν υπήρξαν, γιατί η παράδοση που έχουμε από το δημοτικό
τραγούδι είναι τεράστιας βαρύτητας. Δεν έγινε από μόνη της, κάποιος την
έφτιαξε.
Είναι αλήθεια ότι όταν
γράφτηκαν τα δημοτικά τραγούδια ζούσαν άσχημες καταστάσεις. Δεν είχαν να φάνε,
πόσο μάλλον να προστατεύσουν τα τραγούδια τους.
Εννοείται. Ο στόχος δεν ήταν να μείνουν στην αιωνιότητα τα ονόματά
τους. Ο στόχος ήταν να πάνε να αναπαράγουν τη μουσική στο πανηγύρι, στη χαρά,
στον γάμο, στην κηδεία, στη γέννα. Ό,τι κάνανε, ήταν συνδεδεμένο με ένα
κοινωνικό γεγονός. Αυτό τους ενδιέφερε, μαζί με ένα πιάτο φαΐ κι ένα ποτήρι
κρασί. Εμένα, όμως, μου τους στερήσανε όλους αυτούς. Άρα ήταν μοιραίο πλέον την
εποχή της πληροφορίας να γυρίσω και να ανασύρω κι αυτό κι έκανα. Επίσης, τα
είδωλά μου δεν αφορούσαν την ελληνική μουσική στην εφηβεία μου. Επανέρχομαι για
να συνδέσω τα ασύνδετα, ότι ο μεγαλύτερος κιθαρωδός του περασμένου αιώνα είναι
ο Jimi Hendrix. Στα δικά μας, οι δύο ύψιστοι κιθαρωδοί του
περασμένου αιώνα είναι ο κορυφαίος κύριος Ζαμπέτας και μετά ο κύριος Χιώτης.
Μπουζουξήδες καλύτεροι υπήρχαν, συνθέτες καλύτεροι υπήρχαν, κιθαρωδοί όχι.
Η δική σου «Κιθαρωδία» τι ακριβώς
είναι;
Το σημερινό, δικό μου project είναι κιθαριστική μουσική με αυτόν τον γνώμονα, με αυτήν την ιδεολογία
που σου περιέγραψα, με όλη την αρχαία γνώση την οποία έχω και την οποία την
ετοιμάζουμε και σε βιβλίο. Η «Κιθαρωδία» γίνεται θεωρία της μουσικής που
πιστεύω ότι μέσα στο 2016 θα κυκλοφορήσει κιόλας, οριοθετώντας πλέον επίσημα
όλα αυτά τα θεωρητικά που λέμε σε μία και μόνη θεωρία της μουσικής, με πολύ
σοβαρές αναλύσεις και έρευνες, όπως και με παράλληλα πράγματα και θέματα.
Συνδέουμε τη μουσική με τον λόγο, χωρίς, όμως, να υπάρχει ο λόγος. Γίνεται
σεμινάριο σε ένα ωδείο στην Κύπρο, το οποίο το ξεκινάω τώρα και φιλοδοξούμε να
πάει σε ξένα πανεπιστήμια και στα ελληνικά ωδεία. Ελπίζω να ανταποκριθούν και
τα εδώ ωδεία. Η «Κιθαρωδία» έχει γίνει ήδη δισκογραφική εταιρία. Η πρώτη μας
έκδοση ήταν ο «Κοινός παρανομαστής», δηλαδή η μουσική που έγραψα για αυτήν την
ταινία, που η Μελίνα Ασλανίδου τραγουδάει το τραγούδι των τίτλων. Πήγε πολύ
καλά αυτό, πήραμε και βραβεία, παίζεται και έξω. Τώρα, παίζεται στη Νέα Υόρκη.
Ετοιμάζω άλλη μια μουσική για μια ταινία στο εξωτερικό αυτή τη φορά και
ετοιμάζουμε και κάποιες παραστάσεις με την «Κιθαρωδία» σε αυτοπροσδιοριζόμενους
τόπους, όπως πάντα, δηλαδή, αρκεί να υπάρχει δόνηση. Θα μπορούσαμε να παίξουμε
ευχάριστα έξω από το σπίτι που γεννήθηκε ο Σαίξπηρ ή στη φυλακή που ήταν ο
Μαντέλα.
Θα ήθελες να βρεθείς με κάποιον
Έλληνα καλλιτέχνη σκηνή που μέχρι στιγμής δεν έχεις βρεθεί για την «Κιθαρωδία»;
Όχι, με όσους θαυμάζω, έχω παίξει, όπως και με τους ξένους. Ευχάριστο
θα μου ήταν να ανακαλύψω έναν πιτσιρικά που θα ‘χε να με διδάξει κάτι επί
σκηνής και θα δεχόμουν τις γνώσεις του με πολύ μεγάλη χαρά. Όπως βλέπεις,
ανακατεύομαι πάντα με νέα παιδιά. Δεν έχω καμία αγωνία να μεταφέρω αυτά τα
οποία ξέρω. Αυτό το κάνω τώρα με τα σεμινάρια της «Κιθαρωδίας» και το βιβλίο
μου, κλείσαμε ως προς αυτό. Αντίθετα, έχω την αίσθηση ότι οι 18-25 ετών έχουν
να μου δώσουν πράγματα. Να με διδάξουν νέους τρόπους, νέες οπτικές γωνίες,
γιατί τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά έχουν το χάρισμα ότι έχουν αποκοπεί από
την προηγούμενη ιστορία τους. Δεν ξέρουν τι σημαίνει να είσαι Έλληνας, έχουν
μάθει μια λανθασμένη ιστορία. Άρα, λοιπόν, αυτό το νέο παιδί
αυτοπροσδιορίζεται, αυτοτοποθετείται μέσα στο σύμπαν κι αρχίζει μόνος του να
ανακαλύπτει από την αρχή πράγματα. Κι αυτή είναι μια βασικότατη διαφορά μεταξύ
των λαών της Μεσογείου και των υπολοίπων λαών. Όλοι αυτοί οι λαοί έχουν μάθει
να έχουν διδασκάλους. Δηλαδή, για να γίνει κάποιος γιατρός, θα πρέπει να βγάλει
πανεπιστήμιο, ενώ όλους τους προηγούμενους αιώνες εδώ στην Ελλάδα δεν έβγαζαν
κανένα πανεπιστήμιο. Και ακόμα συνεχίζεται αυτό, γιατί όλη η παγκόσμια έρευνα
παράγεται από ανθρώπους που στον μεγαλύτερο βαθμό τους είναι είτε Έλληνες είτε
Έλληνες βαθύτερης γενιάς. Γι’ αυτό και μας έστειλαν τη μάστιγα της
εξειδίκευσης. Όσο πιο εξειδικευμένη είναι μια ψυχή, τόσο πιο δυστυχής είναι.
Ένας πυρηνικός φυσικός που δεν ξέρει να δέσει τα κορδόνια του είναι άχρηστος ως
οντότητα. Μέσα σε όλα αυτά, λοιπόν, εμείς θέλουμε να πούμε ότι η τέχνη τέρπει
το συνειδητό, αλλά οφείλει να ανασύρει το ασυνείδητο κι αυτό γίνεται μόνο διά
της δονήσεως και ποτέ διά του λόγου, άρα η «Κιθαρωδία» έχει έναν ακόμα
παγκόσμιο ρόλο και είτε το ξέρουν είτε όχι, την πράττουν άνθρωποι πολύ σοβαροί.
Δηλαδή, είναι μια ανάπλαση της αρχαίας ελληνικής μουσικής σχεδόν ακριβώς όπως
ήταν, εκτός από τον βαρβαρισμό της αρμονίας. Εδώ υπήρξε ένα κενό 18 αιώνων
χωρίς την παραμικρή μόρφωση για τη μουσική που σε άλλους λαούς δεν υπήρξε. Η
Αίγυπτος έχει πανεπιστήμιο για την παραδοσιακή μουσική της, στην οποία
διδάσκεται και το παραμικρό μόριο. Γι’ αυτό και ακούς σαράντα βιολιά μαζί και
είναι τέλεια. Εδώ μπορούν να παίξουν δύο βιολιά μαζί ελληνική παραδοσιακή
μουσική;
Όχι. Και θέλει και να φανεί ο
καθένας κάνοντας το δικό του ταξίμι…
Ε, δεν είναι ελληνικός πολιτισμός αυτός. Με κέντρο την ψυχή σου και τον
προσανατολισμό σου, υπάρχει τριγύρω σου ένα σύμπαν. Εσύ αντιλαμβάνεσαι το
σύμπαν. Αν δεν υπάρξεις εσύ και η νόησή σου, δεν υπάρχει το σύμπαν γύρω σου.
Έτσι, λοιπόν, στο ηλιακό μας σύστημα, με τους επτά πλανήτες που υπάρχουν,
φτιάχνεις τις επτά νότες. Αυτές είναι οι κλίμακες, δεν μπορείς εσύ να παίζεις
ό,τι θες.
Πάμε λίγο στο ροκ. Υπάρχει στη
σημερινή εποχή και αν ναι, ποιοι το εκπροσωπούν;
Υπάρχει και το εκπροσωπούν οι μη μετέχοντες της δισκογραφίας Έλληνες μουσικοί.
Κατά κανόνα ροκάρουν και πάνε εξαιρετικά, γεμίζοντας χώρους δέκα φορές
περισσότερο από ό,τι γεμίζουν οι λεγόμενοι λαϊκοί ή έντεχνοι και είναι και οι
μοναδικοί που κατόρθωσαν να σπάσουν τα σύνορα και να βγει η μουσική τους έξω
από την Ελλάδα. Ξέρω παραπάνω από 15 heavy metal μπάντες, οι οποίες
κάνουν καριέρα στη Γερμανία, στην Ολλανδία με ροκ και είναι και πολύ καλοί
μουσικοί. Πρόσφατα είχα μια τηλεοπτική συνεργασία με τον Μακαλιό, που είναι
ένας καθαρόαιμος ροκάς τραγουδιστής, αλάνι μεγάλο και εξαιρετική φωνή, ο οποίος
έχει τη heavy metal μπάντα του και κάνουν δίσκο στη Γερμανία. Το
ροκ υπάρχει. Το ροκ εκτός όλων των άλλων, είναι λαϊκό κίνημα. Όσο καταπιέζονται
οι λαοί, τόσο το ροκ αναπτύσσεται. Δεν είναι δυνατόν μέσα από ήπιες μουσικές
ένας έξαλλος κόσμος να πορευθεί. Στην Ελλάδα υπάρχει μουσική κι επειδή οι
περισσότεροι από αυτούς που σήμερα ονομάζονται λαϊκοί – προσωπική μου άποψη
είναι ντροπή να τους λέμε λαϊκούς, γιατί λαϊκοί ήταν άλλη περίπτωση-. Είναι
ντροπή να αφήνουν νέα παιδιά να μπουν στον χώρο και να κάνουν αυτό που κάνουν
και να μένουν απέξω άνθρωποι μεγάλα ταλέντα, μεγάλες φωνές που συναντάω
καθημερινά, αλλά δεν μπορούν να αντιδράσουν. Αυτό, βέβαια, έχει και πολύ μεγάλη
πολιτική βάση, δεν είναι μόνο οι δισκογραφικές εταιρίες. Το κράτος όφειλε να
αναπλάσει τον ελληνικό πολιτισμό, πράγμα που δεν έκανε ποτέ. Για το θέατρο το
έκανε. Για τη μουσική έκαναν τα πάντα για να χαθούν όλα.
Να κλείσουμε με το επόμενο
καλλιτεχνικό σου βήμα.
Επιτέλους και για πρώτη φορά και από προσωπική ανάγκη κάνω έναν δίσκο
με δέκα τραγούδια, τα οποία τα ερμηνεύω εγώ σαν τραγουδιστής πια. Αυτό έχει
προκύψει στη ζωή μου τα τελευταία χρόνια από εσωτερική προσωπική ανάγκη. Θέλω
να τα πω τα τραγούδια μου, ενώ δεν τραγουδούσα ποτέ. Εν τω μεταξύ, ήμουν
φημισμένος φάλτσος και άφωνος, διότι η δουλειά μου ήταν να ισιώνω και να
συμβουλεύω τις μεγάλες φωνές, όπως είναι ο Μητροπάνος που του έχω κάνει
παραγωγές, όπως είναι ο Κότσιρας που του έχω κάνει δίσκους και πολλοί άλλοι.
Έχω ενορχηστρώσει γύρω στα 5.500 τραγούδια για άλλους. Τώρα με ενδιαφέρει να
τραγουδήσω, τώρα το κάνω. Λέω τα τραγούδια μου στις παραστάσεις και στις
συναυλίες μου, μαζί βέβαια και με άλλους τραγουδιστές, ζω από αυτό πλέον, γιατί
έχει δημιουργηθεί ένας «Μιτζελικός» πυρήνας που λέω εγώ με την καλή έννοια,
έρχονται να ακούσουν τα τραγούδια μου με τον τρόπο με τον οποίο τα λέω. Μετά
από 6-7 χρόνια που το κάνω αυτό, έχω την ανάγκη να τα εκδώσω. Ένα πρώτο
τραγούδι που θα βγει στις επόμενες μέρες είναι το «Έλα μου», το οποίο το λέω
ζωντανά πέντε χρόνια. Επίσης, ετοιμάζω τον επόμενο δίσκο του Βασίλη Λέκκα σαν
συνθέτης και θα εκδοθεί από την εταιρία της «Κιθαρωδίας». Θα είναι ένας Βασίλης
Λέκκας που δεν έχει ακουστεί ξανά με αυτόν τον τρόπο και για μένα είναι μεγάλη
συνθετική πρόοδος αυτά τα τραγούδια. Τον θεωρώ από τις μεγαλύτερες φωνές στη
χώρα μας. Είναι ένας βαθιά μεγάλος ερμηνευτής. Τέλος, είμαι στην έρευνα του να
βρω δύο ή τρία νέα παιδιά, στα οποία θα γράψω πάλι νέα τραγούδια. Επανέρχομαι
μετά από δέκα χρόνια σιωπής. Εγκατέλειψα το 2003 τη δισκογραφία. Δεν τα βρήκαμε
ποτέ με την δισκογραφία, ήμασταν πάντοτε πολύ μεγάλοι εχθροί. Τώρα, όμως, έχω
τον τρόπο με την εταιρία μου, οπότε επανέρχομαι. Ακολουθούν 14 οργανικά
άλμπουμ, τα μισά των οποίων είναι από στούντιο και τα άλλα μισά από live σε πολύ ειδικούς τόπους με την «Κιθαρωδία»,
τα οποία σε βάθος χρόνου θα εκδοθούν από την εταιρία. Όλες οι κυκλοφορίες της
«Κιθαρωδίας» θα βγαίνουν κυρίως σε βινύλιο. Η προσπάθεια είναι να βγαίνουν μόνο
σε βινύλιο, αλλά λίγα cd
πρέπει να βγαίνουν για τα ραδιόφωνα.